Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Η ΠΙΚΡΗ ΕΙΔΗΣΗ

(Γράφει ο Παλιοπυργήσιος)

28 Οκτωβρίου 2015. Στο χωριό μας, Μυγδαλιά, έγινε η τελετή των αποκαλυπτηρίων του   ανακαινισθέντος   Μνημείου   των   Πεσόντων   πατριωτών,   που   θυσιάστηκαν   για   του Χριστού την πίστη την αγία και για της πατρίδας την ελευθερία, σ’ όλους τους πολέμους,από το 1912-13 ως το τέλος του τρισκατάρατου εμφύλιου πολέμου. Παραβρέθηκαν πολλοί πατριώτες,   70   περίπου   αν   και   ήταν   καθημερινή. 
  Πολλοί   κρατούσαν   ανθοδέσμες,περιποιημένες   από   ανθοπωλεία,   μα   πιο   πολύ   μου   άρεσαν   τα   μπουκέτα   από αγριολούλουδα του τόπου μας που κρατούσαν στα χέρια τους οι απλοϊκές γυναίκες του χωριού.

Έγινε η επιμνημόσυνη δέηση, κατατέθηκαν στεφάνια, απαγγέλθηκαν ποιήματα,εκφωνήθηκαν τα ονόματα, η ιαχή «α θ ά ν α τ ο ι» αντιλάλησε σ’ όλους τους τόπους του χωριού μας, με τη λήξη εψάλη ο Εθνικός μας Ύμνος. Όσοι παραβρέθηκαν έμειναν πολύ ικανοποιημένοι και συγκινημένοι από την ωραία αυτή εκδήλωση.Πολλοί δεν ήθελαν ν’ αποχωριστούν τους πεσόντες. Παρέμεναν εκεί, διάβαζαν αργά-αργά με την σειρά όλα τα ονόματα, σταματούσαν στο καθένα και σχολίαζαν, ποιος ήταν αυτός, ποιους συγγενείς είχε, πού σκοτώθηκε και άλλα.Διαβάζοντας   κι   εγώ   τα   ονόματα   σταμάτησα   στο:   Σταθόπουλος   Αντώνης   του Δημητρίου (13/10/1948) γιατί αυτό με γύρισε αρκετά χρόνια πίσω, τότε, που μικρό παιδάκι,παρακολούθησα   το  δράμα   που   παίχτηκε στο  σπίτι του  Ντσίμπιρη, όταν   ήρθε   η  πικρή είδηση για το σκοτωμό του νεαρού λεβέντη, του εξαίρετου παληκαριού, του Αντώνη, στη μάχη της Ζαχάρως. Τότε μαζί με άλλα συνομήλικα γειτονόπουλα, παίζαμε στην «Παναγιά»,την πλατεία του χωριού μας, και σε μια στιγμή ξαφνιαστήκαμε από την ασυνήθιστη μάζωξη πολλών,  ιδίως  γυναικών, στο  σπίτι   του Ντσίμπιρη.  Τρέχοντας  αναβαίνουμε  στο  ξύλινο μπαλκόνι   του   σπιτιού.   Θυμάμαι,   μαζί   μας,   ήταν  ο   Θοδωρής,   ο   Χρήστος,  ο   Στάθης,   η Λεμονιά,   η   Μαριώ   και   άλλα.   Εκεί   ν’   ακούς   σκουμάρια   από   τις   γυναίκες   και   αντρίκια μοιριολόγια (ήταν και είναι ασυνήθιστο ν’ ακούγονται άνδρες να μοιριολογάνε, κι όμως στο χειμωνιάτικο   του   σπιτιού,   καθισμένοι   χάμου   σε   κάτι   προσκέφαλα,   ο   Ντσίμπιρης,   ο Μπαρουνόγιαννης και ο Φίλιππας του Μπαρουνόγιαννη  μοιριολογούσαν κάτι αυτοσχέδια μοιριολόγια, φώναζαν, αναστέναζαν και το δάκρυ πήγαινε κοκορόβι). Στη σάλα του σπιτιού κάμποσες γυναίκες μαυροφορεμένες, καθισμένες σταυροπόδι σε σχήμα κύκλου, γιατί έτσι ένιωθαν ότι εκεί στο κέντρο του κύκλου έβλεπαν με τη φαντασία τους το νεκρό παλικάρι,μοιριολογάγανε και κάθε τόσο έβγαζαν γοερές κραυγές καλώντας το να γυρίσει στο σπιτικό του. Εκεί να βλέπεις τη μεγαλύτερη αδερφή του την Τσιεβή (Παρασκευή) να κορονυχιάζει
τα μάγουλά της και τη μικρότερή του αδερφή η Μαργαρίτα να τραβάει με δύναμη τα μαλλιάτης, έτσι που να μένουν λοΐδες στα δάκτυλά της. Η μητριά της η Κανέλα προσπαθούσε μελόγια τρυφερά να καταπραΰνει τον πόνο τους. Τ’ άλλα αδέρφια, το μεγαλύτερο Γιάννης και το μικρότερο Κώστας, δεν τα θυμάμαι αν ήταν εκεί ή αν έπιναν κάπου αλλού το πικρό ποτήρι   του   θανάτου   του   αδερφού   τους.   Τα  πολύ   μικρότερα   ξεναδέρφια   του   (από   τη δεύτερη γυναίκα, την Κανέλα) έξω στο μπαλκόνι έχυναν μαύρο δάκρυ.Κάποια στιγμή βλέπω μια γυναίκα, πρέπει να ήταν η θειά τους  η Τυριρού, (αδερφή της μάνας του της Λεμονιάς) πήγε και γύρισε ανάποδα τον καθρέπτη που κρεμόταν στον τοίχο της σάλας. Στη συνέχεια κάτι ψιθύρισε στη Μαγκογιαννού και τότε εκείνη άνοιξε την κασέλα, έβγαλε μια μαύρη μπαρέζα, έκοψε από αυτή κορδέλες και τις καρφίτσωσε μέσα κι έξω   στα   παράθυρα   του  σπιτιού.   Μαυροφορεμένες   οι   γυναίκες,   μαύρες   κορδέλες,   όλα μαύρα για να ταιριάζουν με τη μαύρη καρδιά, τη γεμάτη θλίψη για τον άδικο χαμό του λεβέντη.Το ίδιο δράμα παίχτηκε, την ίδια μέρα στο σπίτι του Φωτιά, στον Παλιόπυργο, γιατί στην ίδια μάχη της Ζαχάρως σκοτώθηκε κι άλλος λεβέντης, ο Σπήλιος του Φωτιά.Οι ίδιες  σκηνές,   το  ίδιο   δραματικό  έργο  παίχτηκε   στο  σπίτι   του  Τάκη,   λίγο καιρό νωρίτερα, γιατί σε προηγούμενη μάχη, πάλι της Ζαχάρως, σκοτώθηκε άλλο παλληκάρι,  ο Χρήστος του Τάκη.Πόσες   τέτοιες   πικρές   ειδήσεις   φτάσανε   στο   χωριό   μας   εκείνη   την   εποχή   του τρισκατάρατου  εκείνου  αδελφοκτόνου διχασμού! Πόσοι  καθρέφτες  γύρισαν   τ’ ανάποδα!Πόσες   μαύρες   κορδέλες   ανέμιζαν   στα   παράθυρα   των   σπιτιών   του   χωριού   μας σκορπίζοντας πόνο, θλίψη, οργή, αγανάκτηση. Πόσοι λεβέντες του χωριού μας χάθηκαν,διαλεχτοί   ένας   κι   ένας,   έτσι   ώστε   ο   Θεός   δεν   κουράστηκε,   δεν   προβληματίστηκε   στη διαλογή τους. Τους λογαριάζουμε, κάπου  πενήντα, έτσι να  τους μνημονεύσουμε και να τους   τιμήσουμε   όπως   τους   αξίζει.   Όλοι   τους   νέοι,   αθώα   θύματα   του  
αδελφοκτόνου διχασμού, που κι αυτός ήταν θύμα των αλληλοσυγκρουόμενων ξένων συμφερόντων.Όλοι   τους   είχαν   πλεόνασμα   νεανικής   ζωντάνιας,   δημιουργικής   πνοής,   γοητείας,αξιοπρέπειας και λεβεντιάς.

Που λαχταράς τώρα να βρεθείς κάπου μαζί τους, να τους δεις,να τους ακούσεις, να σου μιλήσουν για τις ιδέες τους, τους στόχους τους, τις προσδοκίες τους, για λησμονημένα νοήματα, για αλληλεγγύη. Ν’ ανοίξεις τώρα τα μάτια της φαντασίας σου, να τους δεις όλους μαζί, αλλά και τον καθένα ξεχωριστά να βαδίζουν στο δρόμο, να τους καμαρώνεις και να τους θαυμάζεις. Αλλά να είναι ο δρόμος ίσιος, χωρίς στροφή, γιατί αν έχει στροφή,  θα σκαπετήσουν νωρίς και δε θα  προκάμεις να  χορτάσεις θαυμασμό.

Αλλά…… και πάλι, δεν ξέρω αν συμφέρει να χορτάσει κανείς θαυμασμό ή να μένει πάντα με τη λαχτάρα του θαυμασμού!!Ας ευχηθούμε όλοι να μην ξαναζήσει η πατρίδα τέτοια φαινόμενα. Να μην ξανάρθουν τέτοιες   πικρές   ειδήσεις,   να   μην   αναποδογυριστούν   καθρέφτες,   να   μην   ξανεμίσουν μαύρες κορδέλες στα παράθυρα των σπιτιών του χωριού μας.

2 σχόλια:

  1. Πλακώνει την καρδιά η δυνατή και πραγματική περιγραφή του Παλιοπυργήσιου, όταν αναφέρεται στις ΠΙΚΡΕΣ ΕΙδΗΣΕΙΣ της εποχής εκείνης. Αυτό το νιώθουν καλύτερα όσοι έζησαν κιόλας τις σκηνές από τις τραγωδίες μας. Και ήσαν τόσο συχνές!
    Συλλογίζομαι τα Ελληνικά νιάτα που χάθηκαν τόσο άδικα και τον αβάσταχτο πόνο που προκάλεσαν στους ανθρώπους τους! Ποτέ πια ξανά τέτοιο ποτήρι!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η ΠΙΚΡΑ: Ενδημική λέξη για το Χωριό μας:

    ΠΙΚΡΑ για τη γενική και διαχρονική φτώχια του.
    ΠΙΚΡΑ και αίμα κατά τον πόλεμο του 40-45.
    ΠΙΚΡΑ και πολύ αίμα κατά τον επάρατο Εμφύλιο.
    ΠΙΚΡΑ και ερήμωση και σήμερα.
    ΠΙΚΡΑ για την δυσμενή προοπτική του.

    Πώς αντιστρέφονται αυτές οι πίκρες;
    Μήπως με λήθη και δράση;
    Λέω εγώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή