Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου
Δεν κοιμήθηκα απόψε!.
Πολλές φορές βγήκα έξω από το σπίτι μου και
κάθισα κάτω από την κληματαριά. Το
τριζόνι κουρνιασμένο στο σκοτάδι της νύχτας, ακούγεται μονότονο: τρρ… τρρ…. Τρρ…
Το
φεγγάρι, λες και ήταν κρεμασμένο από μια κωνική
διπλοκορφή των Αγράφων, κοντά στην Γρανίτσα Ευρυτανίας, στέκεται ολόφωτο
στον ουρανό και κάνει τον τόπο αγνώριστο.
Οι φωνές των ζώων τώρα που βγήκε
είναι παράξενες…
Μπαίνω
μέσα στο σπίτι, σιγοπατώντας, να μην κάνω θόρυβο, γιατί κάποιοι κοιμούνται.
Ρίχνω κάτι στην πλάτη μου, γιατί η άχνη της λίμνης που απλώνεται ήρεμη σε μικρή απόσταση, μου
περονιάζει τα κόκαλα. Έπειτα βγαίνω έξω στην άλλη άκρη του κήπου, που είναι η
καρυδιά, κρατώντας ένα ποτήρι στο χέρι
με αλατόνερο.
Αυτοί
οι πόνοι στο δόντι με τρέλαναν! Όλη νύχτα στο ποδάρι και το αλατόνερο δεν κάνει
τίποτα. Κοντεύει μεσάνυχτα. Σώπασε ο πολύς κόσμος της νύχτας. Πού και πού, το
γαύγισμα κάποιου σκύλου ακούγεται.
Μπαίνω πάλι μέσα στο σπίτι, ξαπλώνω στο κρεβάτι και, πριν απλώσω τα
πόδια μου, σηκώνομαι, χουχουλιέμαι και με ανοιχτό το στόμα μου βγαίνω στην
αυλή.
Όλη η νύχτα έτσι πέρασε κι ας κλείνουν τα
ματοτσίνορα, κι ας θέλω να κοιμηθώ.
Κάποια στιγμή μόνο με παίρνει για λίγο ο
ύπνος, τόσο, όσο…. καβάλα σε άλογο γυρεύω γιατρό. Πρόλαβα να μπω στο σαλόνι της,
όπου με περίμενε και είδα το φωτεινό της
πρόσωπο. Με χαιρέτησε, λέει, με άδολη οικειότητα και αμέσως… ξύπνησα κάτω από
την κληματαριά.
Την αραχνοΰφαντη νύχτα, ραγίζει επί τέλους το
λαμπρό φως του ήλιου και από το δρόμο, που πέρναγε, ακούγεται η βραχνή φωνή του
Γιάννη του Σιαλμά.
__Πρωί
σηκώθηκες!! Δεν κοιμάσαι;
__Γιάννη,
το δόντι μου…. Και άνοιξα το στόμα μου, μπας και φύγει ο πόνος.
__Κατάλαβα,
μα γιατρό εδώ δεν έχουμε. Στα ογδόντα χιλιόμετρα μακριά θα πας, για να βρεις.
Έχουμε όμως εδώ πρακτικούς, που ξέρουν.
__Ποιους
έχετε Γιάννη; Τον ρώτησα επίμονα.
__Να! Ο Γιάννης ο Τσιάκος ξέρει, κι ο Κώστας ο
Μηλιάς καλός είναι. Νάτος ο Κώστας. Αυτός ο ψηλός με το μουστάκι είναι.
Σήκωσε το χέρι του και μου έδειχνε την αυλή
του.
Κίνησα,
πήγα εκεί και συστήθηκα:
__
Εκ Πελοποννήσου κατάγομαι, του είπα.
__Τότε
θα ξέρεις τον κουμπάρο μου, μου είπε. Είναι μέσα από την Τρίπολη.
__Εγώ
τους απόξω από την Τρίπολη ξέρω, του είπα και γελάσαμε.
Τα γέλια έφεραν πόνο και έβαλα το χέρι μου στο
μάγουλο.
__Κατάλαβα,
μου είπε. Το δόντι σου. Κούνησα το κεφάλι μου προς τα κάτω και είπα, ναι! Δεν
ξέρω αν με άκουσε.
__Να
σου ειπώ, κύριε. Εγώ δόντια δεν βγάζω, ούτε βουλώματα κάνω. Βράσε ξύδι,
χαμομήλι, αλάτι και ρίγανη. Αν δεν έχεις
να σου δώσω και κάνε μπουκώματα συνέχεια στο στόμα. Μέχρι το βράδυ θα σου
περάσει. Άκουσέ με και μην τρέχεις στο γιατρό. Για τρείς μήνες θα είσαι περδίκι.
Για
λίγο ξέχασα τον πόνο. Με τα γιατρικά που έφτιαξα, έκανα όλη μέρα μπουκώματα και
το βράδυ δεν πόναγα. Μόνο κάποιες ρωγμές στο σμάλτο των άλλων δοντιών έγιναν
και τα ούλα άλλαξαν χρώμα.
Διακοπές ήμουν εκεί και γύρισα στην Αθήνα, που
ζούσα.
Από
τότε, για μικρό η μεγάλο πόνο, πήγαινα στην γιατρό μου. Τέσσερες γιατρίνες
οδοντιάτρους γνώρισα, γιατί άλλαζα γειτονιές . Όλες πάντως με ακούμπαγαν μαλακά
στα μάγουλα κι εμένα μου άρεσε. Όλες
έβγαζαν, τρόχιζαν και έχτιζαν δόντια.
Εδώ
θα σας πω λίγα λόγια για την πρώτη μου οδοντίατρο. Ήταν όμορφη, αφράτη, με
ροδοκόκκινα μάγουλα και φόραγε κάτασπρο
φόρεμα με βαθύ ντεκολτέ. Τα νύχια της
φρεσκοβαμμένα με πολλές αποχρώσεις. Είχε ελαφρύ χέρι και όταν έβγαζε τα δόντια,
είχα και το μυαλό μου αλλού.. και δεν
πόναγα. Δεν με συμπάθαγε, έβγαζε δόντια
και έβλεπα το στόμα μου να αδειάζει. Και καλά μου έκανε, ας πρόσεχα. Οι άλλες
γιατρίνες δεν ήσαν καλύτερες. Βγάλε το ένα δόντι, βγάλε το άλλο, χτίσε από δω, χτίσε από κει,
το στόμα μου γέμισε με κοκάλινα «μηχανάκια».
Σαν είδα τα χάλια τους, όπως με καταντήσανε, κι εγώ τις αγνόησα και είχα χρόνια να πατήσω στο
ιατρείο τους.
Τελευταία
γνώρισα τον φίλο μου τον Γιώργο τον Κύπριο. Του είπα το πάθημά μου και με
παρακίνησε να πάω στην γνωστή του γιατρό.
__Πήγαινε,
μου είπε, στην Χαρά. Χαρά Οδοντοπούλου,
έτσι την λένε. Έχε της εμπιστοσύνη και
ότι σου ειπεί να κάνεις.
Παρακινήθηκα
και πήγα στο ιατρείο της, μπας και δω χαρά, από την Χαρά, στο στόμα μου.
Ένα
πρωί χτύπησα την πόρτα του ιατρείου. Μου άνοιξε η βοηθός της. Μια κοπελίτσα
νέα, μαυρομάτα, ήρεμη, αθώα , τσαχπίνα και όλο χαμόγελο.
__Καθίστε,
μου πρότεινε, σε λίγο θα σας δεχτεί η κ. Χαρά Οδοντοπούλου. Έλεγε το όνομά της
και γέμιζε το στόμα της ευτυχία.
Σε
λίγο έμπαινα στο ιατρείο. Εκείνη χαμογελαστή, ευγενής, αμέσως μου επεβλήθη.
Ήταν περιποιημένη και η άσπρη μπλούζα της είχε ομοιότητα με το δέρμα του
προσώπου της. Φόραγε γυαλιά και δεν
έβλεπα αν κοιτάζει τα μάτια μου ή τα δόντια μου και την ντρεπόμουν λιγότερο για
την ασχήμια μου. Ήταν ευγενής και χαρούμενος άνθρωπος, το έλεγε και το
όνομά της.
__
Καθίστε σε αυτή την καρέκλα, που είναι ορθοπεδική για την μέση σου. Ήρθε κοντά
μου και ρώτησε.
__Τι
έχετε; Δόντια πονάνε;
__Ναι,
απάντησα και άνοιξα δειλά δειλά το μεγάλο μου στόμα, να μην την φοβίσω. Με
κοίταγε κατάματα και δεν έδιωχνε τα
μάτια της, από πάνω μου.
__
Γύρισε λίγο δεξιά το κεφάλι σου. Μου είπε. Εγώ συμμορφώθηκα. Και άλλο δεξιά, προς τα μένα, επανέλαβε. Τώρα
κράτα το στόμα σου ανοιχτό. Θέλει καλή και πολλή μελέτη για να μην γίνει λάθος.
Άνοιξα
το στόμα μου και κείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο. Το πήρε και μίλαγε δέκα λεπτά. Εγώ το στόμα
μου τα κράταγα ανοιχτό. Όταν επί τέλους τελείωσε, την ρώτησα.
__Να
το κλείσω, κυρία;
__Κλείστο
να ξεκουραστείς. Θέλει ακόμη μελέτη.
Το
ξανά είδε πολλές φορές. Μια τα μάτια μου κοίταγε, μια το στόμα μου.
__
Εγώ λέω να βγάλουμε τις ρίζες, που είναι μέσα, τα παλιά μηχανάκια, για να
ιδούμε την κατάσταση των άλλων δοντιών. Ύστερα θα βάλουμε μια μασέλα να ξενοιάσεις,
μιας και καλή. Τί λες εσύ;
__Τί
είναι μασέλα κυρία; Τη ρώτησα.
__Ανταλλακτικά
των δοντιών είναι. Βγάζουμε τα παλιά και τοποθετούμε καινούργια, όπως κάνουμε
στ’ αυτοκίνητα.
__Βγάλε
ότι καταλαβαίνεις και ότι είναι άχρηστο. Κάνε την δουλειά σου, αφού μπορούμε
και φτιάχνουμε καινούργια.
__Σε
ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σου. Να σε ενημερώσω, για να ξέρεις. Θα φτιάξουμε
και επάνω και κάτω μασέλα.
__Δηλαδή
ζευγάρι θα γίνει; Την ξαναρώτησα.
__Ναι,
η μια από πάνω και η άλλη από κάτω, απάντησε.
__Θα
χορεύουν στο στόμα μου και θα… κοιμούνται μαζί, κυρία οδοντίατρε; την ρώτησα μεταξύ
σοβαρού κι αστείου.
__Εσύ
να προσέχεις, όταν χορεύουν, να μην τις καταπιείς, απάντησε και την έπιασαν
γέλια.
Εγώ το έδεσα κόμπο αυτό που μου είπε. Την άλλη
ημέρα, που πήγα στο ιατρείο, της ζήτησα να γίνουν μεγάλες οι μασέλες για να μην πάνε στα αζήτητα.
Μου
έκανε ενέσεις και ο ιδρώτας από τον φόβο
μου έτρεχε. Δυο φορές με σκούπισε. Μόνο την μάνα μου θυμάμαι που με σκούπιζε
έτσι μαλακά. Ύστερα πήρε από την
εργαλειοθήκη, τανάλιες, κόφτες, τροχούς, σβούρες και άλλοτε έκοβε και άλλοτε
έβγαζε δόντια και ρίζες με αίματα. Μια
απαλή μουσική έπαιζε συνέχεια, και εκείνη τραγούδαγε. Είχε καλή φωνή και
τραγούδαγε ωραία. Αφού στο τέλος που τελειώσαμε και μπορούσα να μιλάω, της είπα να πάει για τραγουδίστρια. Κρίμα ήταν
να χαθεί το ταλέντο της! Μου απάντησε
σοβαρά: «Μετά την σύνταξη το έχω πρόγραμμα».
Σε μισή ώρα έξι δόντια κουτσουρεμένα μείνανε
μέσα στο στόμα μου. Τους έβαλε μπετό, τα
έχτισε, τα τρόχισε και έβαλε επάνω καπάκια όπως
έχουν τα βελανίδια.
__Μη
στενοχωριέσαι, τα βάζω για πρόχειρα.
Μου
έκρυψε την ασχήμια και δεν θα κλαίγανε
τα μικρά παιδιά, που θα με βλέπανε στο δρόμο, από το φόβο τους.
__Πολύ
καλά έγιναν, κυρία, της είπα και ας μην έβλεπα σε καθρέφτη
τα μούτρα μου.
__Πρόσεξε,
μην τα καταπιείς. Δεν έχω άλλα να φτιάξω. Ένα μήνα με αυτά θα είσαι και αύριο
να έρθεις εδώ πάλι.
Τις
άλλες μέρες δούλευε ο τροχός και βελόνες έμπαιναν μέσα στα δόντια. Είκοσι οχτώ ημέρες κράτησε αυτή η
ιστορία. Με πρησμένα και πονεμένα ούλα, με τριμμένα και ψεύτικα δόντια, με
ουλές και πόνους στο στόμα άντεξα. Στο
τέλος μου είπε:
__Ένα
δόντι σου δεν μπορώ να το κρατήσω για στήριγμα. Είχα γίνει σαν τους στρατιώτες
που χάνουν τον πόλεμο και είναι αιχμάλωτοι.
__Βγάλτο!
της είπα, Να τελειώνουμε!
Έβαλε την τανάλια στο στόμα μου και, σαν το γερο
Πάτση στο χωριό με την δοντάγρα, με δυο
κινήσεις, το έβγαλε. Ούτε ωχ! Δεν έκανα.
Ήρθε και η βοηθός της κοντά μου, για συμπαράσταση.
__Πόνεσες; Με ρώτησε.
Κι
αν πόναγα, στο μικρό κοράσιο, όχι θα έλεγα. Έκανα το κεφάλι μου πάνω και κείνη
κατάλαβε. Δεν είχα και το στόμα ελεύθερο, να μιλήσω. Πρόλαβα και έβαλα νερό για
γαργάρες.
__Ξέπλυνε
το στόμα σου, μου είπε. Όλα καλά πάνε!
__Φχαριστώ
πολύ, κυρία οδοντίατρε. Έμεινε κανά δόντι μέσα;
__Μη
στενοχωριέσαι! Αύριο θα πάρω μέτρα για
τα καινούρια. Μόνο να έρθεις πρωί, να ξεκινήσουμε.
Την
άλλη μέρα, είχε φτιάξει λάσπη και την
έβαλε στο στόμα μου.
__Κράτα
το στόμα σου κλειστό, να παγώσει, μου είπε.
Εγώ έκλεισα και τα μάτια μου να μην βλέπω και προσπαθούσα να μην
σκέπτομαι. Όταν τελείωσε και αυτό το μαρτύριο, ό,τι μου έλεγε έκανα. Άνοιξε το στόμα , κλείστο, γύρισε δεξιά,
αριστερά. Κάποια στιγμή μου είπε. Άνοιξε τα μάτια σου να βλέπεις τι κάνουμε
Χριστιανέ μου. Κι εγώ τότε γέλασα πολύ
και κόντεψε να μου φύγει η μια μασέλα.
__Ξέπλυνε
και τέλος για σήμερα.
Εκείνη
την μέρα την ρώτησα, πότε θα τελειώσει η δουλειά μας.
__Όσο
αργούμε, είπε, είναι καλύτερα. Ψένεται το στόμα και γιατρεύονται οι πληγές. Οι μασέλες θα έρθουν εφαρμοστές. Γι αυτό μη
βιάζεσαι. Προβλέπω κανένα μήνα ακόμη να
τον φάμε.
__Πολύ
είναι δυο μήνες, της κλάφτηκα. Πρέπει να πα στο χωριό μου. Να βιαστείς. «
Όποιος βιάζεται σκοντάφτει», απάντησε.
__Δεν
ξεκαθαρίσαμε για να ξέρω, της είπα. Οι μασέλες μου, παρακαλώ, πόσο θα κοστίσουν;
__Μα
το είπαμε, γύρω στις τρείς χιλιάδες και για τις δυο. Φιλική τιμή για σένα.
__Πολλά
είναι τα χρήματα, ψιθύρισα!
__Δεν
είναι πολλά. Βάλε καθαρίσματα, τρυπήματα, τροχίσματα, βγαλσίματα, στοκαρίσματα,
ασπρίσματα, μπουγαδιάσματα, τί πληρώνεις;
Άσε που θα τρως με άνεση , το πρόσωπό σου θα δείχνει σπουδαίο και το χαμόγελό σου θα γίνει νέο.
__Καλά
που θα αργήσουν, τα δόντια να γίνουν, είπα μέσα μου. Θα βάλω αγγελία, να
πουληθεί η γκαρσονιέρα μου, μπας και προλάβω, σε ένα μήνα ,να την πληρώσω.
__Σε
τρείς μέρες να έλθεις, θα είναι η τελευταία δοκιμή, μου είπε η κ. Οδοντίατρος
και εγώ πολύ το ευχαριστήθηκα. Τρείς μέρες θα ήμουν ελεύθερος γιατρού, όπως
τότε που υπηρετούσα φαντάρος.
Πήγα
στο ιατρείο, όπως μου είπε. Έβαλε τις μασέλες και με έβαζε να λέω αστεία.
__Πέσε
Κοκορέτσι πολλές φορές. Και εγώ το έλεγα και δεν χώριζε η μια λέξη από την άλλη.
Εκείνη την ώρα σκέφθηκα, επειδή ήμουν νηστικός
για ημέρες μου έκανε καψώνι.
Μετά με έβαλε να λέω την λέξη Μισισίπης και
εδώ πολλές φορές. Το είπα και τι γύρισε και μου είπε;
__
Δεν μπορώ να κάνω διόρθωση στο Σίγμα.
Είσαι από γεννησιμιού σου φτιαγμένος να σούρνεται το Σίγμα στο τέλος των
λέξεων. Πάλεψε ακόνισε τα δόντια, κάτι
έφτιαξε, αλλά ακόμη ακούγεται το σίγμα σαν κς και η συνεννόηση είναι
προβληματική.
__Δεν
είμαι και δάσκαλος, της είπα και τα μουντζώσαμε όπως έγιναν στην αρχή.
Δυο
μήνες και κάτι μέρες περάσανε, από τότε
που κάναμε την αρχή. Επί τέλους έφτιαξε η οδοντίατρος, κυρία Οδοντοπούλου, τις
μασέλες. Τις έτριψε μάλλον με σύρμα κατσαρόλας γιατί γυαλίζανε και μου τις
φόρεσε.
__Καλοφόρετες,
μου είπε και έδωκε τις τελευταίες οδηγίες:
Όχι φαγητό απόψε, κάνε συχνές γαργάρες. Αύριο
το πρωί πιες τσάι, το μεσημέρι φαγητό κρύο και από μεθαύριο τρώγε ότι θες.
__Να
φέρω σήμερα και τα χρήματα, κυρία
Χαρά. Τι ώρα κλείνεται;
__Δεν
πειράζει. Τα φέρνεις μεθαύριο, που θα έρθεις να δούμε μην σε χτυπήσουν.
Πήγα
αργά το απόγεμα της άλλης μέρας. Λίγα μερεμέτια με τον τροχό έκανε, εφάρμοσαν όλα
και ήμουν κούκλος, όπως μου είπαν στο σαλόνι δυο νέες. Δεν πρόλαβα να φύγω και άκουσα τον φίλο μου
τον Γιώργο , που με σύστησε, στο τηλέφωνο. Είχαν κατά λάθος ανοικτή ακρόαση. Και την ρώτησε.
__Την
έκανες την δουλειά με τον πελάτη που σου έστειλα;
__Τον
κύριο με τις μασέλες, θα εννοείς.
__Ναι,
της είπε κείνος.
__Μόλις
τελείωσα. Αλλά λεφτά δεν έχω πάρει ακόμη.
__Ούτε
θα πάρεις, της είπε ο φίλος. Χρωστάει σε τρείς συναδέλφους λεφτά τρία χρόνια!
Δεν
μου είπε τίποτα, για να μην με εκνευρίσει. Εγώ κατάλαβα τί είπαν, την χαιρέτησε και έσουρα με τρόπο.
Έχουν
περάσει δέκα πέντε ημέρες και δεν έχω ακόμη πάει στο ιατρείο της. Μια μέρα με
πήρε τηλέφωνο. Την γνώρισα. Πριν προλάβει να μου μιλήσει της είπα:
__Θα
σας κάνω μήνυση, κυρία Οδοντοπούλου, για
φθορά ξένης περιουσίας . Για να μάθεις να μην ζητάς λεφτά, είπα σιγά.
Άκουσε
για τα λεφτά, δεν άκουσε ούτε ξέρω. Κάτι
έλεγε κι αυτή, μα εγώ είχα πάρει φόρα και δεν σταμάταγα. Μόνο τα δικά μου
άκουγα και συνέχισα:
__Μου χάλασες τα δόντια που έτρωγα και αν θέλεις , να έρθεις να παραλάβεις αυτά που μου έφτιαξες. Θα βάλω μάρτυρα και την βοηθό σου, για να ιδώ
τί θα ειπεί.
Από
δε κει, της έκλεισα το τηλέφωνο θυμωμένος.
Το τηλέφωνό μου δεν το σηκώνω σε ξένους και στο σπίτι μου όταν χτυπούν το
κουδούνι δεν ανοίγω. Την γκαρσονιέρα την έβαλα σε μεσίτη, αλλά με την κρίση που
έχουμε δύσκολα θα πουληθεί. Μέχρι να
γίνει το δικαστήριο από την δική της μήνυση, ίσως πωληθεί η γκαρσονιέρα.
Θα
τρελαθώ! Όχι από τον πόνο των δοντιών!!
Έβαλα και στην χρυσή ευκαιρία , μια αγγελία:
«Παρακαλώ,
μήπως θέλει κανένας, να αγοράσει την γκαρσονιέρα μου, να πληρώσω την οδοντογιατρό μου, να ησυχάσω»!
Περιμένω ένα μήνα κοντά και θα ιδούμε!! Παρακαλώ ας κάνει και η ίδια
υπομονή!!
B GIRAKAS
5/6/2015
'Οσοι πέρασαν απ' αυτό το μαρτύριο της οδοντοταλαιπωρίας βλέπουν πόσο παραστατικά και ακριβή πριγράφονται τα πράγματα από το Βαγγέλη. Το βασανιστικό του πράγματος όμως επενδύεται σε κάθε φάση με πετυχημένο χιούμορ και μια οδυνηρή επέμβαση, όπως εκείνη του οδοντιάτρου, την ελαφρύνει και την κάνει διασκεδαστική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΆραγε, τι έγινε με τη μήνυση,Βαγγέλη;
Σίγουρα το τελευταίο γράφτηκε.."ποητική αδεία".