Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

                                  

Μετά τον ήλιο, το φεγγάρι είναι το πιο φωτεινό
λαμπερό ουράνιο σώμα της γης, που παρατηρούμε κατά την διάρκεια της νύχτας. Ποιος δεν έχει περπατήσει με φεγγαράδα, με πανσέληνο, θαυμάζοντας την ομορφιά του, την φωτεινότητά του. Εκείνο τρυφερά και χωρίς να το καταλάβουμε, πέφτει το φως του πάνω στις επιφάνειες της γης, δημιουργεί ίσκιους και άπειρα σχήματα. Τα νερά λαμπιρίζουν
 και βάφονται με το χρώμα του.
.
Μέσα στην ζωή μας έπαιξε και παίζει σπουδαίο ρόλο. Μεγαλώνει τα όνειρά μας, τους καημούς μας, τις δημιουργίες μας και αυξάνει τον χρόνο της ζωής μας. Μια έρχεται και φεύγει, σαν δρεπάνι, μια γεμίζει σιγά σιγά και γίνεται μια μεγάλη φωτεινή μπάλα , χαρωπή,  με χρώματα, με μαγικές στιγμές για όλους μας. Και όταν  φεύγει, στενοχώρια και δάκρυα  αφήνει , χωρίς να φαίνονται,  τις ασέληνες νύχτες.

Παλιότερα στα χωριά, γίνονταν οι βεγγέρες και η γαλαζοπράσινη  φωταψία του, άγγιζε τις καρδιές και τις ψυχές ιδίως των γυναικών. Τι ομορφιά που είχαν εκείνες οι βραδιές. Οι άνθρωποι περίμεναν να βγει το φεγγάρι να ταξιδέψουν, να κάνουν τις δουλειές τους, να αποφύγουν τα ξωτικά από τα μαύρα σκοτάδια της νύχτας.  Να αποφύγουν τους γεμάτους παγίδες δρόμους. Οι νύχτες ήταν δύσκολες και τυραννικές χωρίς το φεγγάρι.

Με τι ποιητικό τρόπο εκφράζεται ο λαός μας για το φεγγάρι! Το φεγγάρι κάνει κύκλο στις αγάπης μου τον κήπο… Και φώτα το φεγγαράκι μου να πάω στην αγάπη μου. Ποιος δεν τραγούδησε φεγγαρόλουστες βραδιές  τραγούδια  της αγάπης, του πόνου του χωρισμού, όπως: Ο ήλιος βγήκε κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο.  Κάθε ένας μας έχουμε περπατήσει με το φεγγάρι, έχουμε δουλέψει, έχουμε κλάψει, έχουμε ξενυχτίσει.  Πόσους δεν έχει κοροϊδέψει η φωταψία. Κι εμένα καθώς πήγαινα στην Στρέζοβα στην Β΄ τάξη ξύπνησα από βραδύς, γελάστηκα με την φεγγαράδα και περπατώντας με τα πόδια πέρασα στης κυράς το Γεφύρι την Ποδογορά και έφτασα στην Στρέζοβα τρείς ώρες δρόμο.

Τότε άρχισε να φωτάει με του ήλιου το φως η αυγή.

Και η ιστορία με το φεγγάρι και τον μπάρμπα μου είναι πραγματική

Διαβάστε την.

Είχε προχωρήσει η νύχτα, ψηλά στ Αρκαδικά βουνά. Καταλάγιαζε η πλάση όλη και η σιωπή έκανε την νύχτα πιο άγρια.

Η Μούργα το σκυλί του μπάρμπα Γιώργη,  που και που γαύγιζε και έσπαγε το πυκνό σκοτάδι.  Πίσω από τις κορυφές του Μαινάλου, επί τέλους ξανάφανε λαμπερό το φεγγάρι και ανέβαινε σιγά σιγά ψηλά στον ουρανό. Φώτιζε μυστικές κοιλάδες,  δασωμένες πλαγιές  κουρεμένες κορυφές  με τις πλάγιες και κάθετες  ματιές του.

Ο μπάρμπα Γιώργης από νωρίς βόηθησε την γυναίκα του την Κατερίνη και  γέμισαν το μεγάλο κοφίνι, με τραχανά χυλοπίτες, τυρί και σε ένα δοχείο παστό από  το γουρούνι τους.

Πάνω πάνω έβαλαν αφράτο, καλοψημένο καθάριο ψωμί.Μπονόρα θα ερχόταν στο χωριό το λεωφορείο, να το έστελνε  για τα παιδιά του στην Αθήνα. Με πολύ λαχτάρα το ετοίμασαν και μέσα έβαλαν  την αγάπη τους και την ψυχή τους ακόμη.  Έγραψαν και ένα γράμμα και το έβαλαν ενδιάμεσα να μην τσαλακωθεί και τους έλεγαν πως είναι καλά και όποτε μπορούν,  να έρθουν στο χωριό.  Σαν τελείωσαν το γέμισμα  του κοφινιού, είπε στην γυναίκα του.

__Άιντε Κατερίνη, κόψε την σακούλα που είχε αλεύρια μέσα, γερή είναι  και ράφτη επάνω , για να έχουν ασφάλεια τα πράγματα. Είκοσι  χέρια θα το πιάσουν. Μην ανοίξει και δεν φτάσουν  τα πράγματα στα παιδιά.

__Ξέρω γω του είπε εκείνη. Θα το φτιάξω. Πάρε μια μπουκιά αν θέλεις και κοιμήσου. Αύριο δεν θα σηκώνεσαι.  Με το φώτιμα θα πρέπει να είσαι στην αγορά, που θα έρθει το λεωφορείο, να δώσεις το κοφίνι στον εισπράκτορα.

__Καλά λες Κατερίνη της είπε. Ο μπάρμπα Γιώργης ο Αρκάς, ξάπλωσε νωρίς, στο αχυρένιο στρώμα του και τον πείρε ο ύπνος νωρίς. Η κούραση της ημέρας βόηθησε να ασφαλίσουν οι κόγχες των ματιών του. Η Μούργα, στην αυλή κοντά στην καγκελόπορτα, γαύγιζε ασταμάτητα.  Ο μπάρμπα Γιώργης ξύπνησε άθελά του και έριξε έξω μια φευγαλέα ματιά από το  παράθυρό.

__Πω ! Πω! Φώναξε. Φώτισε. Άνιφτος , πρόλαβε έβαλε τα παπούτσια  στα πόδια του, πήρε το μεγάλο καλάθι γεμάτο με τις προμήθειες και τα καλούδια, και το έβαλε στον ώμο.  Η Μούργα με έσωσε είπε μέσα του. Όταν γυρίσω θα σου ρίξω μωρή, ένα κομμάτι ψωμί της είπε, όταν τον πλησίασε κουνώντας την ουρά της.

Δεν είχε αμφιβολία πως είχε φωτίσει και το λεωφορείο δεν θα το πρόκανε. Τα κουδούνια από τα γίδια στο απέναντι βουνό, χτύπαγαν, είχαν σκαρίσει από τον βραδινό ύπνο.

Τώρα σκεπτόταν  ότι  τα παιδιά δεν θα έπαιρναν το κοφίνι και θα είχε μεγάλο πρόβλημα  με την γυναίκα του την Κατερίνη.

Προσπέρασε το σκυλί και έφτασε αγκομαχώντας και κουρασμένος στην πλατεία, στον πέρα πλάτανο κοντά στου παπά το σπίτι.

Φως είδε μέσα και χάρηκε. Θα ταξιδέψει κάποιος με το λεωφορείο σκέφτηκε. Υπομονετικά περίμενε να έρθει το λεωφορείο.

Κοίταξε δυο τρεις φορές το φεγγάρι σαν να ήθελε να συνεννοηθεί, μην τον κορόιδεψε.

Να! Είδε πως  κάποιος έβγαινε από το φωτισμένο σπίτι του παπά. Θα είναι ο ταξιδιώτης και θα έχει κάποιον να ειπεί μια κουβέντα να περάσει η ώρα.  Θα του έλεγε και για το κοφίνι να το προσέξει.

Εκείνος γνώρισε τον μπάρμπα Γιώργη στο μισοσκόταδο κάτω από τον ίσκιο του πλάτανου. Και του φώναξε.

__Ε! Ξάδερφε τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ; Μην σε έκλεισε η Κατερίνη έξω; Ένα βαθύ γλυκό γέλιο αντήχησε κάτω από τον πλάτανο.

__Δεν με έκλεισε καημένε Γιάννη η Κατερίνη έξω, αλλά περιμένω το λεωφορείο. Είμαι πόση ώρα εδώ, φώτισε και δεν φαίνεται πουθενά.

__Ξάδερφε τέτοια ώρα δεν έρχεται.

__Γιατί έμαθες τίποτε! Χάλασε και δεν έρχεται;

__Ξάδερφε, πήγαινε στο σπίτι και κοιμήσου, είναι δώδεκα η ώρα, σε γέλασε η χαραυγή σε γέλασε η πούλια και το φεγγάρι.

__Τι λες Γιάννη είναι αλήθεια;  Μην το ειπείς πουθενά Γιάννη μου το πάθημά μου, χάρη στο ζητώ  . Δεν θα έχω στασιό στο χωριό. Θα με πάρουν στις κοροϊδίες.

__Σώπα ξάδερφε, πια λέγονται αυτά!!

 Την άλλη ημέρα  το πάθημά του το διηγιόταν μόνος του στο καφενείο.

__Που λέτε παιδιά εχθές το βράδυ το και το έπαθα…..

Μπάρμπα Τσιότσιολα, ημέρες που είναι σε θυμάμαι και θέλω να σε μνημονεύσω και οι χωριανοί θα χαρούν ακούγοντας το όνομά σου για την όμορφη ιστορία και το πάθημά σου. Αλλά θα θυμηθούμε και τις δεκάδες άλλες ιστορίες που έδινες ζωντάνια στο χωριό μας.

Άλλωστε δεν έφταιγες  εσύ, την ώρα την μέτραγες με τον ήλιο, με το πόσο ψηλά ήταν. ( Το περιστατικό μου το διηγήθηκε ο Μπρουκλόγιαννης)

  6.1.2021  των Φώτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου