Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Η Γ Ο Υ Ρ Ο Υ Ν Α Τ Ο Υ Ν Τ Ι Ν Ο Υ


                                                                            Του Βαγγέλη Κ. Χρισστοπούλου                                       
Έξι ολόκληρα χρόνια ήταν κοντά στον κυρ Ντίνο  και είχε κάνει πάνω  από δέκα  γέννες  στο διάστημα  αυτό!
 Τα γουρουνάκια  της  είχαν φθάσει σε όλα τα γειτονικά χωριά, για πούλημα.  Είχε ενσωματωθεί στην οικογένειά του και  όλοι  την πρόσεχαν και την αγαπούσαν . Έπαιζε με τα παιδιά του, πολλές φορές ξάπλωνε στην αυλή, κάτω από την  γέρικη συκιά, και δεχόταν τα χάδια τους.

 Πόσες και πόσες φορές με  τα μικρά γουρουνάκια, που πούλαγε, δεν είχε καλύψει τις ανάγκες της οικογένειάς του, αγοράζοντας ,άλλοτε μια σάκκινα  αλεύρι ,άλλοτε ένα  ντρίλινο  παντελόνι, καουτσουκένια παπούτσια και ρούχα για να ποδέσει  και να ντύσει τα παιδιά του! Και τόσες  άλλες ανάγκες του.
Η γουρούνα πρωί  πρωί, κάθε ημέρα ,γύριζε στα σοκάκια  του χωριού, γρυλλίζοντας  και ανάσκαφτε λαίμαργα τη γη με την μουσούδα της για αναζήτηση τροφής.
  __ Την γουρούνα και  τα μάτια σου ,έλεγε στην κόρη του την Διαμάντω, όταν έφευγε για δουλειά. Την  πρόσεχε  η κυρά  Διαμάντω γιατί αγάπαγε το ζώο; γιατί φοβόταν τον πατέρα της; κανένας δεν ξέρει. Μάζευε   το νερό από το ξέπλυμα της σκάφης που ζύμωνε,  του τέντζερη και των πιάτων , όταν τα έπλενε, σε μια μισόλατα, πρόσθετε λίγα πίτουρα,  που  έβγαιναν  από το κρισάρισμα του αλευριού  τα  έβραζε  και   τα έδινε     στη  γουρούνα.  Η γουρούνα με τυρόγαλο,  με σκαντζίκια και άλλα χόρτα, πάχαινε και μεγάλωνε. Τελευταία,  πριν  τα Χριστούγεννα, τα παιγνίδια και τα τρεξίματα λιγοστέψανε από το πάχος. Το βράδυ  την έμπαζαν  στο κατώι , πήγαινε κοντά στο παχνί των  γαϊδουριών,   ξάπλωνε  σε μια γωνιά και , πουφ – πουφ….,  ευχαριστούσε τους συγκατοίκους της.
 Ήταν μούρτσωμα,  15 Δεκέμβρη και η Διαμάντω  της φώναζε:  ιομ  ιομ  ιομ.
__Δεν έρχεται  να μπει στο κατώι  η σκασμένη, έλεγε.
Πεινάει,  φτιάχτης  λίγο   πλύμα και  δώστο  στη γουρούνα ,Διαμάντω,  της είπα.
__Με τι  φτιάχνουν  το πλύμα, ξέρεις;
__Με αλεύρι, της απαντώ.
__Τί  λες  ρε!  Αν είχα αλεύρι, θα έφτιαχνα πλύμα για μένα ,και χαμογέλασε.
_Μα εσένα δεν σ’έχουμε για θρεφτάρα.
_ Αυτό θα μούλειπε, να με κάνετε  θρεφτάρα.
Ώρες προσπαθούσε να τη βάλει στο  κατώι , μέχρι που την κορόϊδεψε  με πέντε σπυριά   βελάνι.  Το πρωί όμως δεν κρατιόταν η γουρούνα.  Με την μουσούδα  της χτύπαγε την κατωγόπορτα ,.
__Ζού,   ζού, ξεφώνησε  η… συναδέλφισσασα , κυρα-Διαμάντω, του επάνω ορόφου. Σταμάτα, θα ρήξεις το σπίτι κάτω. Περίμενε θα σου ανοίξω ,της είπε και έβαλε το χέρι της στον μάνταλο και άνοιξε την  πόρτα. Το θεριό , πραστ  έκανε, και έφυγε προς τα έξω για την πρωινή βόλτα στα σοκάκια της γειτονιάς.
    Φέτος, σαν πλησιάζανε τα  Χριστούγεννα,  ο Ντίνος ήταν όλο χαρά. Είχε για θρεφτάρι μια γουρούνα  μακρουλή, να μη  βασκαθεί , και παχιά . Την καμάρωνε και όλο λογαριασμούς έκανε τελευταία. Κανόνιζε, όταν τη σφάξει ,με το κρέας  να βγάλει πολλά χρέη και να φάει η φαμελιά του μπόλικο  τα Χριστούγεννα .
Με αγωνία περιμέναμε να  έλθει η ημέρα που θα σφάξουμε τη γουρούνα και δεν ήταν άλλη από την παραμονή των Χριστουγέννων. Μαζευόταν  από το πρωί  το σόϊ: «Κοζάτος, Μπιτσίλης, Μπαρουναίοι, Βρούς, Τζιρακαίοι,( Θεός  σχωρέστους ) σε ένα από όλα τα σπίτια, για να κάνουν το ξεκίνημα στο σφάξιμο των γουρουνιών. Μετά το σφάξιμο του γουρουνιού, θα λίγδωνε το  έντερό  μας με το συκώτι του, όσο  θα έμενε από τους  σφάχτες, με το κρέας του , την οματιά , την τσιγαρίδα , τη σγόρτσα και την αλοιφή,  που θα βάζαμε πάνω στο ψωμί και θα αρταίναμε τα φαγητά. Χαιρόμαστε, και δεν μας ένοιαζε  τόσο πολύ για το χαμό της  γουρούνας , που ένα χρόνο ολόκληρο την ταϊζαμε  με χορτάρια ,πίτουρα, αποφάγια  να μεγαλώσει και να παχύνει. Κάποια παιδιά όμως έβαζαν τα κλάματα για το θανάτωσή της.
   Τελικά ήρθε η ημέρα που περιμέναμε και , να σου,  πρωί πρωί συναντήθηκε το  σόϊ . 
__ Καλημέρα Κώστα, Καλημέρα Γιώργη ,καλ,ως τον Δημητράκη ,πώς είσαι Φίλιππα; Είπαν μεταξύ τους  και ακόνιζαν τις μαχαίρες τους. Ο Ντίνος είχε κρατήσει μια «ανεσμίδα»,  για να γεννάει και να μην  χαθεί  το επάγγελμα ,κατάμαυρη, όμοια με τη  μάνα της. Κατέβηκε στο κατώι ,έδεσε τη γουρούνα από τον λαιμό με ένα χοντρό σχοινί  και την τράβηξε, να τη φέρει στην αυλή.  Γρύλλισε στην αρχή, στύλωσε  τα πόδια της κάτω, λες και ένοιωθε τον μοιραίο  στερνό δρόμο που  έπαιρνε.  Την έσπρωξε μαλακά από πίσω, την  χάδεψε , τις φώναξε:   ίομ  ίομ , και την έφερε στην αυλή. Τις έριξε λίγο καλαμπόκι για να τη ν  ηρεμήσει  και να την καλοπιάσει και όλοι μαζί  οι χασάπηδες του σογιού, τέλειωσαν το ζώο!  Τώρα  μοιραία πρόσφερε στην οικογένεια το ίδιο της το σώμα για φαγητό και  αρτυμή.
 Έβαλαν στο ανοιχτό στόμα  της ένα λεμόνι, έβγαλαν από το λαιμό του ζώου τον καρούντζαφλα , τον έψησαν στην θράκα και ο κάθε ένας  έπαιρνε,,  μαζί με ένα ποτήρι κοκκινέλι  ένα κομμάτι και   καλοχαιρετούσε:  «Χρόνια πολλά, καλοφάγωτο».
   Έβγαλαν τα εντόσθια του ζώου, έκοψαν τα πόδια και τα έβαλαν σε ένα μεγάλο χαλκωματένιο  ταψί ,που μόλις τα χώραγε.  Ξάπλωσαν το ζώο σε ένα μεγάλο τραπέζι  και με βρασμένο νερό που είχαν σε ένα λεβέτι, έριχναν  σε όλο του το σώμα,  μέχρι που το τρίχωμά του  έβγαινε  με τα χέρια εύκολα από το σώμα του. Ύστερα πέρασαν τα πισινά πόδια του ζώου στο  τσιγκέλι  και το  κρέμασαν  στο πατερό.
 Οι ανάγκες κείνον το χρόνο ήταν μεγάλες και ο Ντίνος είχε ενημερώσει τους δανειστές του ότι θα τους έδινε κρέας για το χρέος του. Σε λίγο  ήρθε ο κυρ Βασίλης, ο μπακάλης  της γειτονιάς . Του χρωστούσε του ανθρώπου  από είδη  μπακαλικής,  που είχε αγοράσει .  Έκοψε ένα μεγάλο  κομμάτι  κρέας, το ζύγισε ,ήταν υπέρβαρο από όσο είχαν συμφωνήσει και του το έδωσε. Ήρθε  και ο κυρ Αντώνης,  μπακάλης και αυτός. Του χρώσταγε, εδώ και τρείς μήνες , 65 κιλά λαθούρι,  35 κιλά βίκο  και μια  σάκκινα  αλεύρι. Έκοψε και  σ΄ αυτόν  ένα μεγάλο κομμάτι κρέας και το  έδωσε. Ο κυρ Κώστας του είχε δώσει  δυο  σακιά  αραποσίτι,  ο κυρ Γιώργης του είχε δώσει 45 οκάδες  σιτάρι  και είχε δανειστεί  μετρητά από το Παππά !  Σε όλους αυτούς έκοβε κομμάτια κρέας. Τα έδινε και ξεχρεωνόταν.  Ήρθε και ο συμπέθερος . Έφτυσε το θρεφτάρι δέκα φορές , λέγοντας  «καλοφάγωτο» και δεν έφευγε, αν δεν  έπαιρνε  το μερτικό  του. Το σέμπρο του, τον Νάσιο , που τον βοήθησε  με το ζευγάρι του να οργώσει τα χωράφια του και δεν είχε χοιρινό ,να τον αφήσει  έτσι;  Σε κανα δυο πατριώτες  που τον είχαν εξυπηρετήσει , τους είχε τάξει,  όταν σφάξει το γουρούνι, θα τους δώσει  κρέας .Πώς τώρα να αθετήσει τον λόγο του; Έδωσε και  σ αυτούς  από  δυο  οκάδες. Τέλος πούλησε λίγο κρέας ακόμη  σε διάφορους και  πήρε λεφτά να αγοράσει μια σάκκινα  αλεύρι .
Κουράστηκαν τα χέρια του με το τσεκούρι και το μαχαίρι, να  κόβει κομμάτια  την γουρούνα  και να την μοιράζει. Ξάφνου , σαν κάποιος να του ‘δωσε  ένα κούνημα, σαν να τον ξύπνησε. Χλώμιασε, ζαλίστηκε και ένας  κόμπος στάθηκε στο λαιμό του και τον έπνιγε!  Στο τσιγκέλι κρεμόταν όλο -όλο  πέντε οκάδες κρέας, για να κάνει η  οικογένεια του Χριστούγεννα!  Θυμήθηκε, ότι  κάτω από το τραπέζι ήταν τα εντόσθια  με την κοιλιά και τα ποδαράκια, και χώρια η  γουρνοκεφαλή.
__ Καλός πατσάς θα γίνει ,είπε μέσα του και μαλάκωσε ο πόνος και η στενοχώρια, που η γουρούνα του, ογδόντα ολόκληρες οκάδες ,είχε  σχεδόν εξαφανιστεί !
Είχε νυχτώσει για τα καλά  και ο Ντίνος έλεγε και ξανάλεγε για την  μεγάλη τετράπαχη  γουρούνια του, που είχε τέσσερα δάχτυλα λίπος! Θυμήθηκε  το πρόστιμο που πλέρωσε στο δικαστήριο ,όταν τον έγγραψε ο Αστυνόμος, γιατί γύριζε η γουρούνα λεύτερη στα σοκάκια του χωριού και μουρμούρισε με λύπη:
Να!  τα καζάντια σου. Να!
 Το ξεροβόρι φυσούσε και έκανε τις  νιφάδες  του χιονιού να χορεύουν τρελά και χαρούμενα, γιορτάζοντας την Γέννηση του Χριστού. Πέρναγαν από τις χαραμάδες των κεραμιδιών και την καμινάδα και έφταναν στο πρόσωπο και τα χέρια των παιδιών.  Και εκείνα τα  ζύγωναν  στην φωτιά για να ζεσταθούν. Η Διαμάντω είχε καθαρίσει την κοιλιά και τα ποδαράκια ,τα έβαλε στον τέντζερη  και η πατσά ,σιγά σιγά,  έβρασε. Το  χιόνι έξω πέφτει απαλά-  απαλά και κάλυψε στα κατάλευκα όλη τη φύση. 
Μέσα στη βαθιά νύχτα χτύπησε η καμπάνα : Ντάν ,Ντάν, Ντάν ,που καλούσε τους χωριανούς  για να δεχτούν την μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων.
 Το Χριστουγεννιάτικο  γουρούνι κουβαλάει πολλές ιστορίες ,οικογενειακές γιορτές πανηγύρια,  χαρές, στρωμένα με πλούσια φαγητά  τραπέζια, ευχές ,  ελπίδες, και καλά θα είναι  να το θυμόμαστε το έθιμο ,διότι  έτσι δεν ξεχνάμε τους ανθρώπους μας ,τους συγγενείς μας, το χωριό μας.

             B  girakas       15.12.2010                                 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου