Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Τ' ΑΛΩΝΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ


Κοιτάζοντας το χωριό μου Μυγδαλιά από ψηλά, ξεπροβάλει μια αλλόκοτη ομορφιά με αυτούς τους στρογγυλούς πέτρινους κύκλους.  Αυτοί οι συμμετρικοί κύκλοι, τ’ αλώνια, με τον στιχερό στο κέντρο, με την όμορφη με πέτρες  πλακόστρωση, γοητεύουν τα μάτια και δίνουν φτερά στην φαντασία και άπειρες εικόνες του παρελθόντος. Τ’ αλώνια είναι ο ήλιος και το φεγγάρι σε μικρογραφία τοποθετημένα πάνω στη γη που δίνουν στην ψυχή και τα μάτια την ομορφιά της τελειότητας.
 Είναι η κυκλική πλατεία του αρχαίου θεάτρου, που παίζονται παραστάσεις. Μόνο που εδώ η παράσταση γίνεται με τ’ άλογα και τους βαλμάδες.  


Πάνω σε αυτές τις γυαλιστερές και λείες πέτρες ακονισμένες από τα πόδια των αλόγων, γινόταν το γέννημα για το ψωμί μας, που δεν κάλυπτε τις ανάγκες όλου του χρόνου.
Οι χωριανοί μου,  έβαλαν τέχνη και κόπο, κούραση και ιδρώτα στο απώτερο παρελθόν,  για να τα φτιάξουν.
Στα καταράχια, έξω από το χωριό που έχει αγέρηδες, φαίνονται τα πέντε από τα σαράντα έξι (46) αλώνια που έχουν καταμετρηθεί.  Άλλα είναι φτιαγμένα στην άκρη και  μέσα στο χωριό και άλλα σε διάφορα σημεία του, κοντά σε καλυβόσπιτα.
Κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί και βλέπω τα αλώνια,  ξεδιπλώνονται στο μυαλό μου  όμορφα σκηνικά του παρελθόντος.  Όπως η ετοιμασία για το θέρισμα .

Το σαμάρωμα των ζώων,  με τα μικρά παιδιά πανωσάμαρα. Τα δρεπάνια και το τράιστο με το ψωμί και το προσφάι, την  βαρέλα με το νερό, φορτωμένα πάνω στα σαμάρια των ζώων. Ύστερα οι όμορφες εικόνες των θεριστάδων στα χωράφια , με τα δρεπάνια φράπ, φρύπ να κόβουν τα στάχυα και να γεμίζουν  την  χούφτα τους.  Τα τσεμπέρια των γυναικών στα κεφάλια τους, σκυφτές να θερίζουν ανάκατα με τους άντρες μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, να αστειεύονται και να γελούν. Και οι εικόνες συνεχίζουν με το κουβάλημα των δεματιών με τα ζώα στο αλώνι, το φτιάξιμο των θημωνιών  ,  μέχρι που φθάνουμε στο αλώνισμα με τα άλογα και τα μουλάρια.

Τα σκοτεινά μα και κείνα τα φεγγαρόλουστα βράδια μόλις νύχτωνε, ρίχναμε τα τσιόλια (στρωσίδια)  πάνω στα χερόβολα στην άκρη τ’ αλώνι. Ξαπλώναμε και μετράγαμε τ’ αστέρια και καθώς γλυκά γλυκά ερχόταν ο ύπνος,  τους λέγαμε καληνύχτα και κοιμόμαστε.

Είμαστε οι φύλακες και η έννοια μας ήταν το σιτάρι στ αλώνι, να μην έρθουν τ’ αδέσποτα ζώα την νύχτα και οι ελεύθερες βοσκής κότες το πρωί και το φάνε. Δεν περίσσευε και το τελευταίο σπειρί σιταριού  ήταν αναγκαίο.
Και κείνο το γλυκοφίλημα του ήλιου το πρωί,  στο πρόσωπό μας, καθώς πρόβαλε από τα Σφενταμάκια ροδοκόκκινος, και το απαλό χάιδεμα του μυρωδάτου αέρα,   ήταν μια άλλη μαγεία….
Και οι βαλμάδες γνώριμοι, καλόγνωμοι και διαλεγμένοι, άνθρωποι του χωριού, έφερναν τα ζώα στο αλώνι.  ‘Έδεναν  την τριχιά στον στυγερό, περνούσαν  την θηλιά της λαιμαριάς στο κεφάλι των ζώων και ξεκινούσαν το αλώνισμα.   Τότε ακουγότανε και τώρα ακόμη  σαν απόηχος,  η φωνή τους, άλλοτε παρακλητική και άλλοτε διατακτική άει! Άει! Άει! Άπλα! Άπλα! Άπλα! και το καμουτσίκι έσκαζε στον αέρα, για να σκιάξει τα άλογα και να τρέχουν.
Ακρινή ήταν η φοράδα του Κόλια, που με το ξάμωμα, γινόταν αέρας, έτρεχε σαν τρελή και διέγραφε, τέλειους κύκλους, παρασύροντας και τα άλλα ζώα να κάνουν τους δικούς τους μικρότερους γύρους.
Η ουρά της ανέμιζε και στο μακρόστενο κορμί της, ανάλαφρο καθώς
ήταν ξεχώριζαν σαν σχοινιά τα τεντωμένα νεύρα από το τρέξιμο. Κάλπαζαν ολόγυρα στο αλώνι όλα τα ζώα σαν ένα σύνολο , μονιασμένα, συμμετρικά και τα πέταλά τους
αντηχούσαν ρυθμικά. Χόρευαν το χορό του αλωνίσματος!
Όσο περνούσε η ώρα τα καπούλια, ο σβέρκος, η ράχη γυάλιζαν από τον ιδρώτα.
 Ώρα για αλλαγή να πάρει την θέση της φοράδας το άλογο του
Τσαγκαρόγιαννη.
Τι ομορφιά Θεέ μου! Πάει όμως κι αυτή πέθανε όπως τόσα άλλα.
Η βιομηχανοποίηση αχρίστευσε τα ζώα.
Πώς να ξεχάσω τον μπάρμπα Γιάννη (Τσαγκαρόγιαννη) με το τσίλικο και το καρό   άλογό του. Τον Κόλια με την τσίλικη φοράδα του με το ψάθινο πλατύγυρο καπέλο στο κεφάλι του.  Τον Κοζάτο με το καφέ μουλάρι και τον Ρούμπο με το γεμάτο βούλες άσπρο ζώο του. Τον Μήτρο με το γεροδεμένο  άτι του,  τον Τσιούλο τον Χρυσόγιαννη και άλλους να συμμετέχουν στο αλώνισμα και να εύχονται καλά μπερκέτια.
Αυτοί εκ περιτροπής έμπαιναν μέσα στ’ αλώνι και φώναζαν στα ζώα, άπλα! Άπλα!  να πιάσουν όλο το πλάτος του.  Έριχναν και από καμιά καμουτσιά στα οκνά ζα και κείνα που είχαν  συνηθίσει,  συνεργάζονταν και καθώς έτρεχαν, πατούσαν τα στάχυα και με τα πέταλα και τ’ αλογόκαρφα τους,  τα έκοβαν και τα έτριβαν.
Καθώς προχωρεί το αλώνισμα, οι βαλμάδες γυρίζουν το αλώνι γιατί όλο και παραμένουν άτριφτα στάχυα.  Με τα δικράνια στα χέρια,  το ανακατεύουν και  ρίχνουν τα στάχυα στα πόδια των ζώων. Και οι γυναίκες με τις  χειροποίητες  σκούπες από Γλαντζινιά ή κατρουλίθρες, επαναφέρουν το σιτάρι που έχει ξεφύγει από τα χείλη του αλωνιού.
Και σαν έρχεται το μεσημέρι ,  ξεκινάει και το φαγοπότι με μοσχοβολημένες πατάτες στο φούρνο και την καθιερωμένη μακαρονάδα.  Εκεί ακούγονται  οι ευχές και τα καλαμπούρια των αλωνιστών κάτω από τον βαθύσκιωτο τουφωτό πρίνο, με τα τζιτζίκια να μην έχουν σταματημό.
Φτωχά, άγονα και πετρώδη τα εδάφη της Γορτυνίας μας!
Ανάκατες  γλυκές θύμησες συνεχίζουν  στο μυαλό μου με τούτα τ’ αλώνια σήμερα. Το σκόρπισμα των δεματιών στ’ αλώνι να λιαστούν, το αλώνισμα και το μάζεμα του. Τα χρυσά άχερα που σαλεύουν με το λίχνισμα ψηλά στον αέρα από τον δυνατό Καταό και τον διαχωρισμό τους με τον καρπό, το κουβάλημα άχερου και καρπού στον μπλέχτη και το κασόνι.
Και την χαρά του πατέρα στο πρόσωπό του που αλώνιζε καρπερά και ψωμωμένα στάχια, της καινούργιας χρονιάς.
Και εμάς τα παιδιά, μας πλημύριζε μια τρελή χαρά, και θέλαμε να συμμετέχουμε σε αυτή την γιορτινή ατμόσφαιρα καθώς τα ζώα γύριζαν γύρω, γύρω στ’ αλώνι και οι βαλμάδες ξάμωναν τα ζώα και τα παρακινούσαν να τρέξουν πιο γρήγορα.
 Κι εκείνα μη έχοντας άλλη επιλογή και δρόμο έτρεχαν γοργά στους ατέλειωτους  κύκλους του αλωνιού, οι οπλές τους σήκωναν σκόνη, πατώντας και τρίβοντας τ’ αστάχια.   
Στην άκρη στ’ αλώνι από μια σχισμή της Γής μπαινόβγαιναν ασταμάτητα, με σειρά τα μερμήγκια, οι μικροί δουλευτάδες, που κουβαλούσαν σπόρους και άχερα στην φωλιά τους.  Και κείνος ο κόσμος των μερμηγκιών μέσα κι έξω από το αλώνι, χάθηκαν κι αυτά, τα μονοπάτια τους και οι δρόμοι.
 Πιο πέρα, θημωνιές  ιδιοκτητών του αλωνιού  περίμεναν την σειρά τους γι’ αλώνισμα.
Πώς να ξεχάσεις όλες αυτές τις ημέρες του θεριστή και του Αλωνάρη, που οι άνθρωποι έμεναν εκτεθειμένοι στον καυτό ήλιο κι  αέρα, κοντά στ’ αθέριστα σιτάρια, μαυρισμένοι από τον ήλιο, όλο δουλειά και λίγο ύπνο μέχρι να βάλουν το γέννημα στο κασόνι.
Φέρνω στην μνήμη μου το Ροζέικο αλώνι, με τον μεγάλο πρίνο  στην άκρη του, τα θεμονοστάσια με τις θημωνιές ολοτρόγυρα και τα άλογα να καλπάζουν.  Και σαν έρχεται μεσημέρι τα ζώα διψούν και θέλουν λίγη ξεκούραση και φαί.
Ακούγονται και τώρα ακόμη,  τα πέταλα των ζώων  και ας είναι κάποιας μακρινής εποχής, να τρίβουν τις πέτρες στα καλντερίμια και τους δρόμους του χωριού, κατηφορίζοντας  προς την πηγή της Λιάσκοβας, μισή ώρα δρόμο μακριά,  να πιούνε νερό στην κορύτα, με το τρεχούμενο νερό. Κι εμείς τα παιδιά καβάλα στα κουρασμένα ζώα τα φέρνουμε πάλαι στ’ αλώνι να τελειώσουν την αποστολή τους. Και κείνος ο δρόμος του πηγαιμού  ήταν γεμάτος μυρουδιές από δυόσμο κι αγράμπελες από γλυκές φωνές, και αλογοπατήματα.
Και αυτό το Ροζέικο αλώνι είχε το χάρισμα, την νύχτα που ο ουράνιος θόλος ήταν γεμάτος ασημένια αστέρια και η νύχτα φεγγαρόλουστη, να  κατεβαίνει από τα ψηλά καταράχια της Αγίας Παρασκευής , ο Καταός.
Ευεργετικός αέρας που έπαιρνε με το λίχνισμα στα φτερά του το άχυρο, το άφηνε πιο πέρα και  γινότανε μπροστά  στους λιχνιστές, ένας λόφος με καρπό!
Το αλώνι ήταν ιερό πράμα και το θεωρούσαν βεβήλωση να χαλάσουν παλιό αλώνι. Που να φανταστούν οι παλιότεροι πως σήμερα άλλαξαν οι καιροί και τα αγριογούρουνα δεν αφήνουν πέτρα πάνω στην πέτρα των αλωνιών.
Και τώρα σκέπτομαι τον γίγαντα γεωργό, που είχε την γη και τα’ αλώνια δικά του. Έσπερνε, όργωνε, θέριζε , αλώνιζε το δικό του σιτάρι και γέμιζε τα κασόνια με γεννήματα, καλαμπόκια, φακές φασόλια. Δεν ήξερε πως οι καιροί θα άλλαζαν, τα χωράφια ακαλλιέργητα θα γίνονταν άγονα και οι άνθρωποι θα γίνονταν σκλάβοι μιας και εγκατέλειψαν την μάνα γή.

Λοξοδρομήσαμε, τραβήξαμε άσχημους δρόμους, αφήσαμε την μάνα γη και τ’ αλώνια στην τύχη τους…….-

 Βαγγέλης Κ. Χριστόπουλος

25.5.2018


2 σχόλια:

  1. Πολύ ωραίο άρθρο.Τιμά την παράδοση.Μα αυτός ο επίλογος τόσο περιεκτικός και τόσο σοφός.... Συγχαρητήρια !!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θεόδωρος Καραλιάς2 Ιουνίου 2022 στις 1:06 π.μ.

    Βαγγέλη καταπληκτικό !!!
    Μας ανέσυρες από το βάθος της μνήμης μας γεγονότα που ζήσαμε παιδιά πριν 50 και πλέον χρόνια., και σχεδόν είχαν ξεχαστεί!!!
    Τα έκανες εικόνα με τον τρόπο που τα γράφεις, τα έφερες ολοζώντανα μπροστά μας και τα ξαναζήσαμε. Και μαζί με αυτά θυμήθηκα και άλλα τόσα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το μουλάρι μας που όταν τελείωσε το αλώνι το πήρα του έτριψα την πλάτη με ένα δεματικό και το έδεσα σε μια γλατζινιά. Έμεινε εκεί αποκαμωμένο και ακίνητο μέσα στον ήλιο μέχρι το απόγευμα, που ξεκίνησε ένα απαλό αεράκι και ξεκινήσαμε το λίκνισμα του αλωνιού.
    Είχα στεναχωρηθεί τότε πολύ, και τώρα ξαναλυπήθηκα!!
    Συγχαρητήρια !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή