Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου
Λογαριάζαμε στην μικρή παρέα του
καφενείου και την δική του παρουσία.
Ακόμα δεν είχε έρθει από την Αθήνα και αναρωτιόμαστε. Τι έγινε;
Μπας και σταμάτησε να λαχταρά το
χωριό;
Για τον Νίκο του Μπιτσίλη μιλάμε, για αυτόν
πρόκειται.
Ερχόταν χρόνια και χρόνια στο χωριό,
όταν ακόμα ήταν στην ζωή η μακαρίτισσα η μάνα του, η Bγενιά, που τον
καλοδεχόταν ............................
__Ο ήλιος μπορεί να
μην βγει το πρωί, κάποιος είπε, ο
Νίκος όμως στο χωριό του θα
έρθει!
Και φέτος ήρθε, όπως τόσα
καλοκαίρια, χαρίζοντας σε μας τους φίλους του, την κουβέντα του, την καλοσύνη
του, το κέρασμά του, την αγάπη του, την συντροφιά του.
Μόλις έφθανε στο χωριό, στο σπίτι
του, έπαιρνε το κλιτσόραβδό του στα
χέρια, κατηφόριζε το πέτρινο δρομάκι,
ανάμεσα από του Τσιαγκρή και τα
Μητραίϊκα σπίτια, πέρναγε μπροστά από την εκκλησία και την πλατεία και έφτανε
στο καφενείο πρώτος από όλους.
Εκεί μας περίμενε, μας
καλοχαιρέταγε, με θερμές χειραψίες και φώναζε τον καφετζή.
__Θανάση φέρε και κέρασε τα παιδιά.
Εμείς δεν μπορούσαμε ν’ αρνηθούμε. Παίρναμε το ποτήρι με το τσίπουρο, το νερό
απ’ τον καφέ και τον χαιρετάγαμε.
__Καλώς ήρθες Νίκο. Καλό καλοκαίρι.
Γειά σου Νίκο. Εκείνος με ένα πλατύ
χαμόγελο, σήκωνε το δικό του ποτήρι. Με όσους
ήταν κοντά του, τσούγκριζε τα ποτήρια
και σε άλλους έλεγε γειά σας, καλώς σας βρήκα.
Δεν άφηνε άλλον να βάλει το χέρι στην τσέπη.
Αυτό γινόταν σχεδόν κάθε ημέρα. Μας υποχρέωνε με την στάση του, με την
απλότητά του, με τον τρόπο του . Ήταν χρυσός άνθρωπος .
Όλοι ξέραμε ότι ήταν ο καλύτερος της
παρέας. Ήταν προικισμένος με ένα λεπτό χιούμορ που δεν ενοχλούσε κανέναν. Τον
Νίκο τον εκτιμούσαμε και του είχαμε εμπιστοσύνη σε ότι μας έλεγε. Δεν θύμωνε
ποτέ, ότι και αν του λέγαμε. Με την
στάση ζωής του μας άφησε γλυκές αναμνήσεις.
Τον θυμάμαι από τα γυμνασιακά μας
χρόνια στην Στρέζοβα με το φωτεινό όλο
χαμόγελο πρόσωπό του, την απλότητά του,
την γλυκόλαλη φωνή του όταν τραγούδαγε. Καθότανε στο παλιό σπίτι της
γιαγιάς του της Αγγελογιαννιάς στην Στρέζοβα , στον πάνω μαχαλά του χωριού, όταν πηγαίναμε στο γυμνάσιο. Εκεί
μαζευόμαστε τα Γλαντσιωτόπουλα, που ήταν κάπως απόμερα, παίζαμε, γελάγαμε,
τραγουδάγαμε και χορεύαμε με πρωταγωνιστή τον Νίκο. Στους ντόπιους άρεσε το
τραγούδι μας, η παρέα που είχαμε και κάπου ψηλό ζηλεύανε. Εκεί μοιραζόμαστε αδερφικά τις χαρές και τις
λύπες. Αργότερα χωρίσαμε και ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του.
Τα καλοκαίρια ερχόταν στον τόπο της
ρίζας του, εκεί που έζησε τα παιδικά του χρόνια και εδώ όσοι κατεβαίναμε στο
χωριό , συναντιόμαστε στο καφενείο σχεδόν κάθε ημέρα.
Την πόρτα μας στο χωριό δεν την
ήξερε, ούτε να φάμε μαζί που πολλές φορές όλοι τον είχαμε καλέσει, ούτε να
πιούμε που λέει o λόγος καφέ.
Φέτος (2014) λίγο πριν τελειώσει το καλοκαίρι
σκεφτόταν να φύγει απ το χωριό, να επιστρέψει στην Αθήνα. Καλά το χάρηκε. Δεν είχε όμως τα κέφια και την διάθεση που είχε άλλα χρόνια. Ο Νίκος
άλλοτε πρωτοστατούσε, γέλαγε, έπαιζε δηλωτή, τσίγκλαγε τους συμπαίχτες του,
καλαμπούριζε. Φέτος ήταν αδύνατος, όλοι το λέγαμε, ήταν αμέτοχος στα
καλαμπούρια, αδιάφορος για παιγνίδι. Ώρες ώρες
έριχνε το βλέμμα του μακριά, στύλωνε το κορμί του στο ίσιο κλιτσόραβδό
του και φαινότανε ότι πονούσε. Δεν το έλεγε όμως σε κανέναν, δεν το φώναζε, δεν
ζήταγε βοήθεια από κανέναν. Ήταν περήφανος άνθρωπος. Είναι ημέρες τώρα
που δεν πίνει σχεδόν καθόλου. Κάτι τον ερεθίζει, κάτι τον πονάει, κάτι τον
«τρυγάει», κάτι έχει. Χαμογελά στο
χαιρετισμό μας, κερνάει αβέρτα μόλις μας βλέπει στο καφενείο, αλλά είναι
λιγομίλητος.
Έτσι πέρασαν τα τελευταία βράδια
του, στο χωριό και ήρθε ένα πρωί του
Σεπτέμβρη που κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει πως θα έφευγε στο μακρινό
ταξίδι!
Θέλω να σας πω για κείνη την μέρα
που έφυγε ο Νίκος, για κείνο το βράδυ που ανησυχήσαμε και τον είδα να στέκεται σαν στοιχειό στην
σκληρή πέτρινη αυλή του!
Τον τελευταίο καιρό, μια γατούλα,
όλο και νιαούριζε στην αυλή του σπιτιού μου, κι εγώ για να την ευχαριστήσω της
πέταγα στην αρχή από το μπαλκόνι, λίγο ψωμί και λίγο τυρί.
Εκείνη το έτρωγε γρήγορα
γλήγορα έφευγε από την σιδερένια
εξώπορτα, όπως ερχόταν . Ούτε λεπτό δεν καθόταν να την απολαύσω. Έτσι κέρδισε
την συμπάθειά μου και κάθε μέρα της φύλαγα λίγο κρέας, έπαιρνα και γι’ αυτήν
παραπανήσιες γόπες και σαρδέλες από τον ψαρά και της έδινα να χορτάσει την
πείνα της.
Τα βυζάκια της είδα ότι ήταν
φουσκωμένα, είχε γεννήσει και ήταν μητέρα!
Μια μέρα την ακολούθησα φεύγοντας να
ιδώ που έχει γιατάκι. Έλπιζα να ιδώ και τα μικρά της. Φεύγοντας κοίταζε πίσω
της με είδε που την ακολουθούσα. Έφτασα στου Τσαγκρή το σπίτι και κείνη πήρε
τον ανήφορο προς την Μητραίϊκη γειτονιά, κοντά προς το δικό του σπίτι.
Ήταν μεσημέρι εννέα Σεπτέμβρη, ημέρα
Τρίτη. Αγνάντεψα απέναντι το ψηλό σπίτι του Νίκου και είδα ανοιχτό το ασκητικό
παραθυράκι. Ήθελα να στείλω ένα μήνυμα, να φωνάξω, να ειπώ μια καλημέρα, να πιώ
έναν καφέ, να ανταλλάξω μια κουβέντα, να γλυκάνω την μοναξιά του, αν θέλετε.
Πολλά ήθελα να ειπώ με τον παλιό
συμμαθητή και χωριανό μου, τον Νίκο.
Μα δεν είχα το θάρρος, την δύναμη να
χτυπήσω την πόρτα του, μια και ποτέ δεν είχαμε ανταλλάξει τέτοιες
επισκέψεις. Έριξα μια τελευταία ματιά
προς τα κει, είδα δυο κίσσες με ανοιχτό το στόμα να ορμούν για μαυρόσυκα στις
συκιές του και γύρισα στο σπίτι μου με βαριά καρδιά.
Την ίδια μέρα, αργά προς το βράδυ,
που σμίξαμε οι φίλοι στο καφενείο, μια ανησυχία μας πιάνει, ένας φόβος, μια
απαισιοδοξία για την υγεία του.
__Ο Νίκος δεν ήταν το πρωί εδώ, δεν
ήρθε και τώρα κάτι συμβαίνει, κάποιος είπε.
__Κι εγώ ανησυχώ, είπε άλλος. Ο Νίκος έπρεπε να είναι εδώ.
__Ποιός ξέρει; Μπορεί και να έφυγε, για την Αθήνα. Είχε σκοπό να
φύγει αυτές τις μέρες, δικαιολόγησε άλλος την απουσία του. Ο καφετζής όμως
συμπλήρωσε:
__Λεωφορείο σήμερα δεν είχε. Αν
έφευγε με Ι.Χ κάποιος θα τον έβλεπε. Ο Νίκος δεν έφευγε χωρίς να μας
χαιρετίσει.
Για λίγο μείναμε σιωπηλοί,
σκεπτικοί. Όλοι βάλαμε το κακό με το μυαλό μας.
Ύστερα πήραμε τη απόφαση, εγώ κι ο Ζιολής, να πάμε ως το σπίτι του. Φτάσαμε κοντά
και πήραμε την άδεια στράτα, που ήταν φωτισμένη απ’ τις κολόνες με τα
φώτα και ανεβαίναμε την ανηφοριά. Εδώ και λίγες ημέρες ακόμα, σ’ αυτό το σπίτι
ήταν τόσο καλά. Γνωρίζαμε ότι στο μεγάλο σαν διώροφο σπίτι, μοιρασμένο στα δυο,
έζησαν τα τελευταία χρόνια οι απλοϊκές και τρυφερές αδερφές , χήρες Ανθούλα και
Βγενιά.
Από τα διπλανά σπίτια δεν είδαμε μα
και δεν ακούσαμε κανέναν. Από μια χαραμάδα ενός παραθύρου στου Μητρόπανου
είδαμε μια φωτεινή γραμμή από κάποιο φως που έκαιγε.
Τραβήξαμε ίσια εγώ και ο Ζιολής στην
σιδερένια εξώπορτα. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό, όπως το είχα ιδεί το μεσημέρι και
από μέσα ακούσαμε την τηλεόραση να παίζει. Αναθαρρήσαμε ότι ίσως ο Νίκος είναι
εκεί και είναι καλά.
Το φως έπεφτε από τις κολώνες στην
άδεια στράτα. Σχήματα και σκιές αναρίθμητες παρουσιάζονταν μπροστά μας. Οι
ίσκιοι μας μια μας ακολουθούσαν και την άλλη προπορεύονταν. Ανοίξαμε την
αλάδωτη σιδερένια πόρτα και κείνη έβγαλε μια στριγκλιά , μια φωνή πένθιμη.
Μπαίνοντας μέσα από την εξώπορτα είχαμε
δεν είχαμε κάνει δυο δρασκελιές και η χαρακτηριστική φωνή του Ζιολή έσκισε την
ησυχία της νύχτας.
__Νίκοοοοο, Νίκοοοοο,
Νίκοοοο… Φώναξε. Κάποιο νυχτοπούλι έφυγε από τα κεραμίδια του
σπιτιού. Καμία απάντηση στο κάλεσμα,
καμιά φωνή δεν ακούσαμε. «Δόλια μάνα, αν
άκουσες την σκιαγμένη φωνή!!»
Η καρδιά μας χτύπησε δυνατά και ένας
φόβος μας κυρίευσε. Δεν είπαμε άλλη
κουβέντα ούτε μέσα μας , ούτε μεταξύ μας. Τραβήξαμε τον ανήφορο άβουλα, στον
μικρό πέτρινο δρομίσκο, αποφασισμένοι να φτάσουμε στο σπίτι.
Φτάνοντας στην αυλή, μπροστά εγώ,
πίσω ο Ζιολής, είδαμε μια σκιά έριζα
στην πόρτα της εισόδου του σπιτιού. Τα φώτα από τις κολώνες δεν φώταγαν
πλέον. Ήταν η σειρά μου τώρα να φωνάξω.
Θες από φόβο, θες από αγωνία, θες έβλεπα έναν αόρατο κίνδυνο στην ζωή του φίλου
μας, φώναξα δυνατά και γρήγορα…
__Νίκο, Νίκοο, Νίκοοο…. Και πλησίαζα
προς την σκιά φοβισμένα.
Η σκιά γινόταν όλο και πιο αληθινή.
Δεν ήταν ψεύτικη που γίνεται τα βράδια από τα φώτα και το φεγγάρι. Δεν ήταν
εικόνα, ήταν ο ίδιος ο Νίκος!.
Ήταν καθισμένος στο δεξιό αγκωνάρι της πόρτας , με το δεξιό πόδι απλωμένο
ξυπόλητο χωρίς το πέδιλο και το αριστερό
σε ορθή γωνία που στήριζε το ημίγυμνο γερτό σώμα του. Με το ένα χέρι
κρατιόταν από το πρέκι της πόρτας και
είχε το κεφάλι γυρτό προς την γη. Η νύχτα έκρυβε την έκφραση του
προσώπου του.
Καθόταν ο φίλος μας και μας
περίμενε. Στο ελαφρό ακούμπισμα του χεριού μου, στο κρύο γόνατό του, δεν σκίρτησε, δεν μας
καλωσόρισε, δεν μας μίλησε. Μια ανατριχίλα περνάει απ’ το κορμί μου.
Περιμένω λίγο να ιδώ, μη τυχόν μιλήσει και σηκωθεί. Θέλω να φωνάξω και η
φωνή μεταλλαγμένη γίνεται στεναγμός, γίνεται φόβος, γίνεται πόνος. Πόσο ήθελα,
αν γινόταν να ζητήσω την ζωή του πίσω!.. Το λίγο φως του αναμένου τηλεφώνου μας
έδειξε την νέκρα του κορμιού του.
__Ζιολή, δεν έχουμε Νίκο, του είπα.
Πάμε να φύγουμε!
Ένα νυχτοπούλι κελαηδεί δυνατά και
επίμονα και μαζεύει το χωριό. Η λέξη θάνατος ραΐζει την ψυχή μας και οι
άνθρωποι έρχονται να σμίξουν στους ανθρώπινους κύκλους της πλατείας, που έχουν κάνει άλλοι
άνθρωποι,οι συγχωριανοί μας. Άλλοι κάθονται πάνω στα πέτρινα παγκάκια και
στυλώνουν τα μάτια τους πάνω μας να τους πούμε, ότι είναι ψέματα.
__Σε χρειαζόμαστε Νίκο! Γιατί έφυγες
άδικα; Είπε κάποιος.
Κείνο το βράδυ, πάνω στην νυχτωμένη και γεμάτη με πόνο πλατεία περιμένουμε,
γυναίκες και άντρες, μέχρι που πήραν τον Νίκο να τον στολίσουν με λουλούδια
. Η αυγή που ήρθε, ο Νίκος έλειπε. Τα πουλιά φτεροκοπούσαν και
τραγουδούσαν κλαψιάρικα , πάνω στους
ίσκιους που είχε αφήσει, όσο καιρό ζούσε εκεί. Ο Νίκος σίγουρα, θα μας λείπει
όσο ζούμε. Ο Θεός να τον συγχωρέσει.
B GIRAKAS
Καποιες φορες πραγματικα δεν μπορεις να βρεις τα καταλληλα και τα πιο σωστα λογια που θα μπορεσουν να εκφρασουν τα συναισθηματα που νιωθουμε. Το κειμενο αυτο ομως τοσο γλαφυρο τοσο ειλικρινες και αληθινο μπορουμε να δουμε κατευθειαν μεσα στη ψυχη σου, τον πονο, τη νοσταλγια. Λυπαμαι για την απωλεια του συμαθητη, συγχωριανου μα πανω απο ολα φιλου. Ας εχει καλο παραδεισο....
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολυ αγαπητός πατριώτης ο Νίκος.Πόσο άδικα έφυγε αλλά και πόσο δραματικά μόνος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνατριχιάζω αναλογιζόμενος το οδυνηρό τέλος της ζωής του. Τώρα όμως όλα καλά στη γειτονιά των αγγέλων. Είμαι βέβαιος γι αυτό.
Αντίο καλέ μου γείτονα!
Χ.Χ.
Το κείμενο του Βαγγέλη αποπνέει πόνο και θλίψη για τον άδικο χαμό του καλού πατριώτη μας Νίκου Ροζή. Επέχει και θέση νεκρολογίας αλλά πιο πολύ είναι κείμενο περίσκεψης και περισυλλογής. Πόσοι άραγε μπορούμε να το ιδούμε έτσι;
ΑπάντησηΔιαγραφή