Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

 ΒΑΓΓΕΛΗΣ Κ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Όσο κόντευαν να έρθουν τα Χριστούγεννα, το ξεροπάγωνο γινόταν αφόρητο. Στα βουνά τα σύννεφα ακούμπαγαν βαρυφορτωμένα επάνω τους και οι κορφές  φέγγανε από το άσπρο  χιόνι που έριχναν. Στέλνανε και σε μας χαμηλότερα την αντάρα και αδύναμες, καταϊδρωμένες  νιφάδες χιονιού. Τα νερά κρουστάλλιαζαν, καθώς ψιλόβρεχε ασταμάτητα και έκανε τα σοκάκια και τους  δρόμους  της Γλανιτσιάς  αδιάβατους από την λάσπη. Το κρύο τσουχτερό, έριχνε όλη την κακία και την απειλή του επάνω μας. Κοκκίνιζαν και μελάνιαζαν  οι μύτες, τ’ αυτιά και τα ημίγυμνα και ξυπόλυτα πόδια μας. Μα κάπου και ο Θεός άκουγε τα παρακάλια μας, έπαιρνε λίγο ο ήλιος, στέγνωνε ο τόπος και εμείς τα παιδιά ξεδίναμε με παιγνίδι στην  πλατεία του χωριού. Γενικά το κρύο και τη βροχή δεν τα χαμπεριάζαμε τότε, ούτε τις συνέπειες βέβαια. Το παν ήταν για μας το παιγνίδι.

Μικροκαβγάδες γίνονταν σχεδόν κάθε ημέρα με την μάνα!
__Πού πας παιδάκι μου,  έλεγε, τέτοια ώρα; Κάτσε χάμου!
 Πού να ακούσω εγώ. Έβαζα τα τρούπια παπούτσια και τα δάχτυλα έβγαιναν έξω.  «Θα πουντιάσεις, έχει παγωνιά και τα νερά θα βρέξουν τα πόδια σου», μου έλεγε. 
__Άσε με μάννα,  της απαντούσα.
 Με έναν πήδουλο έβγαινα  όξω από το σπίτι  και καθώς ήταν κατήφορος έτρεχα να προφτάσω τα άλλα παιδιά ,να παίξουμε.  
Κείνη την ημέρα οι γνωστοί «τρείς φίλοι», έκαναν μικρό γλεντάκι στο σπίτι του Κουτσού. Κάθονταν μέσα στην κάμαρα  και είχαν αρχίσει το τραγούδι. Η γυναίκα του, η Διαμάντω, με το άδειο τσουκάλι , κατέβαινε την ξύλινη σκάλα.
__Δω μέσα μαζεύονται συνέχεια! Δεν πάνε κι αλλού να πιούνε, ψιθύρισε βαριεστημένη εκείνη.  Εγώ, πίσω από τον μαντρότοιχο δεν με έβλεπε, την άκουσα. Σήκωνα και το κεφάλι μου και την είδα,  που πήρε από χάμου μια κλάρα, να διώξει τις κότες,  που την δίπλωναν  απ’ την πείνα  τους. Ύστερα  μπήκε στο κατώι να πιάσει κρασί.
Άργησε να ανέβει στην κάμαρη. Εκείνοι είχαν στραγγίξει τα ποτήρια και περίμεναν. Φώναξε δυνατά να την ακούσουν.
__Σώθηκε το έρμο. Δεν βγάζει άλλο! Με το ζόρι ήρθε στην μέση το τσουκάλι.
Ο άνδρας της δεν ανησύχησε. Είχε ανοίξει τον απάνω πίρο και φάνηκε τελειωμένο το κρασί. Το βαγένι είχε  μέσα από το ευλογημένο  να περάσει  τις γιορτές  των Χριστουγέννων που έρχονταν και  όλον τον χειμώνα.
Πώς λαχταρώ τις μέρες των Χριστουγέννων παλιά. Τότε που οι Ροζαίοι και Τζιρακαίοι, σόι ολόκληρο,  έσμιγαν το πρωί της Παραμονής, κάπου δέκα πέντε νοματαίοι, και σφάζανε τα γουρούνια όλοι μαζί ,με την σειρά.  Προτού βγει ο ήλιος, ξεπόρτιζαν από τα σπίτια τους και σμίγανε. Ο γέρο Μπαρούνης ο Κώστας με τον αδερφό του τον Μπαρουνόγιαννη. Ο γέρο Μπητσίλης με τον γιό του τον Γιώργη. Ο  γέρο Μητσιέλας με τα αδέρφια του τον Ντίνο τον Τζιράκα και τον Γιώργη τον Κουτσό. Την παρέα συμπήρωναν ο μπάρμπα Αντρέας ο Κοζάτος , ο Βρούς ο Ανάστος και από κοντά ο Φίλλιπος του Μπαρουνόγιαννη, ο Δημητράκης του Μπαρούνη, ο Πάνος του Μητσιέλα και ένα σωρό άλλοι.
Και ο γέρο Μητσιέλας, σαν μεγαλύτερος στην αυλή του που είχαν μαζευτεί, τους  έλεγε:
__Να ξεκινήσουμε παιδιά. Σήμερα θα  τακτοποιήσουμε όλα τα γουρούνια, να ξεμπερδεύουμε. Αύριο Χριστούγεννα  να μην μείνει γουρούνι . Και όλοι συμφώνησαν και ακόνιζαν τα μαχαίρια με τα ακόνια  και πάνω στη σιδεροστιά που ήτανε πιο πέρα.
Γύρω τους, όλο το παιδομάνι περιμέναμε να ιδούμε το σφάξιμο των γουρουνιών και να ακούσουμε το σκούξιμό τους. Οι σκηνές όμως ήσαν σκληρές και πολλά παιδιά και με την προτροπή των γονέων τους, κλείνονταν στο σπίτι για να μην ιδούν  και να  μην ακούσουν.
Ο Γιώργης του Μπητσίλη και ο Φίλιππος ο γιος του Μπαρουνόγιαννη, δίμετροι και δυνατοί, μυημένοι στο σφάξιμο από τους πατεράδες τους, πρωτοστατούσαν. Μπήκαν στο κατώι του Ντίνου. Εκεί ήταν η μεγάλη γουρούνα του, που αυτήν προόριζαν πρώτα να σκοτώσουν. Μα κείνη, σαν τους είδε, κάτι κατάλαβε. Πολλές γέννες είχε κάνει και ήξερε να προστατεύει τον εαυτό της και τα μικρά της.
Ανατσουτσούρωσε το τρίχωμά της και αγριεμένη επιτέθηκε να τους φάει!  Πρόφτασαν  και μπήκαν στον αχυρώνα ο ένας, έτρεξε και έφυγε ο άλλος.  Τότε ο κυρ Ντίνος, που γνώριζε καλά τα χούγια της, την μπέρδεψε με την τριχιά και αμέσως έπεσαν όλοι επάνω της. Κείνη έβγαζε άγρια λυπητερή φωνή σαν την τρύπαγαν με το μαχαίρι,  μέχρι που έβγαλαν το «καρύδι» της και το ετοίμαζαν να το ψήσουν. Η γουρούνα τίναξε με όση δύναμη είχε τα πισινά πόδια της, έβγαλε μια βαθειά φωνή και πάει, τέλειωσε.
Γύρω της μαζωχτήκαμε τα πιο ψύχραιμα παιδιά και κάναμε χάζι. Οίκτο δε νιώθαμε για το θύμα και την σκληρή εικόνα, γιατί πιστεύαμε ότι απλώς εφαρμοζόταν ένα έθιμο όπως και τ’ άλλα χρόνια. Μόνο η μικρή Δέσποινα  ταράχτηκε και έκλαιγε με την άγρια σκηνή που είδε.     Ύστερα έκαναν με το αίμα του ζώου πάνω του έναν σταυρό, το  λιβάνισαν   και έβαλαν στο στόμα του  ένα λεμόνι. Όλα ήσαν συμβολικά.

 Οι καπνοί από τις αναμμένες  φωτιές σε όλα τα σπίτια του χωριού  ανέβαιναν ψηλά και τα λεβέτια με νερό χόχλαζαν . Σε όλο το χωριό σφάζανε τα γουρούνια τις μέρες αυτές και γινόταν μεγάλη γιορτή.
Οι χαιρετούρες: «καλοφάγωτο και του χρόνου», σαν τρώγανε τον πρώτο μεζέ, το ψημένο καρύδι του γουρουνιού και πίνανε το κοκκινέλι,  πήγαιναν κι έρχονταν.

 Στο χαμηλό τραπέζι ξαπλώσανε το σώμα του γουρουνιού και έριχναν πάνω  με το τσουκάλι καυτό νερό από το λεβέτι.  Με τα χέρια και τα μαχαίρια βγάζανε τις χοντρές και σκληρές τρίχες και το μάδησαν ολότελα.
Ύστερα ο γέρο Μπαρούνης, άνοιξε με προσοχή την κοιλιά του ζώου και γέμισαν το μεγάλο χαλκωματένιο ταψί με άντερα.
__Μη χαλάσεις την φούσκα μπάρμπα, του φώναξε η αδερφή μου. Να παίξουν τα παιδιά.  Κι εκείνος σαν την έβγαλε, πρώτος την έβαλε στο στόμα του και την φούσκωσε λίγο. Μετά μας την έδωσε και κάναμε πολλές χαρές, σαν την φουσκώσαμε και παίζαμε.
Τέσσερις άντρες παλεύανε με το σατέρι να  ζυγιάσουν τη  γουρούνα, μα κείνη πέρασε τις ογδόντα οκάδες!  Η χαρά του νοικοκύρη δεν λέγεται!
Έβγαλαν τα εντόσθια και τα συκώτια και ύστερα την κρέμασαν στο πατερό του σπιτιού κι εκείνο από το βάρος έτριζε. Τα συκώτια με την καρδιά και γλυκάδια, τα πήρε η Γιώτα του Ντίνου και τα έψησε στην κατσαρόλα με κρασί και μπαχαρικά και έγλυφες τα δάχτυλά σου.
Όταν ψήθηκαν και στρώθηκε το τραπεζάκι, οι άντρες είχαν μαδήσει δυο γουρούνια ακόμη. Μαζώχτηκε στο τραπέζι όλη η παρέα. Έτρωγαν και έπιναν από μια. Εμείς τα παιδιά αγναντεύαμε και τρέχανε τα σάλια μας.
__Βάλε στα παιδιά να φάνε, φώναξε ο Κοζάτος, σαν μας είδε πεινασμένα και από ένα πιάτο αρπάξαμε ένα μεζέ.
__Ο Θεός να μας έχει καλά, είπανε οι Μπαρουναίοι.
__Αμήν Παναγιά μου, είπε ο Μητσιαιλόπανος και οι άλλοι. Και του χρόνου να είμαστε καλά  και να  έχουμε μεγαλύτερα γουρούνια.
Στράγγιξαν τα ποτήρια, ήπιαν ακόμη από μία και βιαστικά έφυγαν για της Ανθούλας το σπίτι, συνέχεια στου Μπητσίλη και μετά θα πήγαιναν στα Μπαρουναίικα  να συνεχίσουν τον γουρουνοκαυγά.
Μέχρι το βράδυ έσφαζαν, μαζεύονταν στα σπίτια, έτρωγαν και έπιναν ποτηριές και περίμεναν και την Γέννηση του Χριστού.
Το θεριότερο γουρούνι, λέγανε, ήταν Μαρουδαίικο που την τύλωνε συνέχεια   με αραποσίτι, απίδια κι αχλάδια.



Το σφάξιμο των γουρουνιών ήταν  ένα έθιμο που έδινε κέφια  και κράτησε ζωντανή την παράδοση για πολλά πολλά χρόνια. Άρχισε όμως σιγά σιγά να ξεθωριάζει και να σβένει από την μνήμη μας , όταν και οι άνθρωποι έφυγαν από τα χωριά  και οι ανάγκες σε κρέας και λίπος καλύφθηκαν με άλλους τρόπους.
Πώς να ξεχάσεις  την χαρά που νοιώθαμε με την φούσκα του γουρουνιού, το μοναδικό μας παιγνίδι τις ημέρες των Χριστουγέννων!  Και κείνη η μοσκοβολιά από τις τσίκνες, ξεχνιέται;
Κομμάτια κρέας να ψένονται πασπαλισμένα με μπόλικη ρίγανη, το λίπος να στάζει στα κάρβουνα, ν’ αχνίζει και να μοσκοβολάει το σπίτι ολόκληρο.
Ακόμη τρέχουν τα σάλια μας με κείνα τα λουκάνικα  με τα μυριστικά και τις πορτοκαλόφλουδες μέσα.
Αμ! την οματιά πού την πας!! Σιτάρι βρασμένο, με μυρουδιές , σταφίδες, με το πλεμόνι του ζώου ψιλοκομμένο και κρέας χοιρινό, αρτυμένο με μπόλικο λίπος. Περνούσαν όλη αυτή τη γέμιση με τέχνη στα πλυμένα έντερα του ζώου  και την ψήναμε  στην πουγάνα, χάμου στην θράκα του τζακιού ή στον φούρνο. Ανάσταινε πεθαμένους!…
Γενικά οι χωριανοί μας, με τα προϊόντα των χοιρινών: κρέας, λίπος, δέρμα  κλπ περνούσαν καλά για κάμποσους μήνες.
Δεν πανα ξερίζωνε έξω ο βοριάς τα δέντρα, να έριχνε ένα μέτρο χιόνι. Εμείς καθόμαστε κοντά στο παραγώνι, στο τζάκι, που έκαιγε ασταμάτητα και χαιρόμαστε.  Ψέναμε από λίγο  κρέας και τρώγαμε.
Πώς να ξεχάσεις τις ιστορίες που λέγανε οι γεροντότεροι, που μας συνέπαιρναν. Για τα φιλέματα και τους καγιανάδες,  που πρόσφεραν σε κάθε περαστικό. Ατέλειωτα δείγματα φιλοξενίας, αγάπης και αδερφοσύνης.
__Βγάλε μεζέ γυναίκα, να φάνε οι άνθρωποι, διέταζε ο άντρας. Και ύστερα αυτοί γινόσαντε χαλί να τους πατήσεις. Μέχρι και γάμους στέριωναν. Πώς να ξεχάσεις τα γλέντια , το τραγούδι και το χορό με ένα μεζέ  παστό.
Και τώρα που λέμε για το παστό, πώς να ξεχάσεις , το λιώσιμο του γουρουνιού, που γέμιζε το σπίτι με αρτυμή και οι λαήνες και οι ντενεκέδες   με το λίπος γεμάτοι, να περάσει το σπίτι όλο το χρόνο και μείς τα παιδιά να βάζουμε πάνω στο ψωμί και να τρώμε.  Με το τομάρι φτιάνανε τσαρούχια και τα είχανε στο χωράφι που οργώνανε.
Πόσες εικόνες μας χάρισαν αυτοί οι άνθρωποι! Πόσες φορές ονειρεύτηκα κοντά τους τα Χριστούγεννα, που ήταν συνυφασμένα
 με το σφάξιμο των γουρουνιών. Αυτοί οι άνθρωποι με αγάπη, σύμπνοια, συνεργασία,  χωρίς  ξεσυνέρισμα χρόνια και χρόνια έσφαζαν μαζί τα γουρούνια.  Και ήπιαν μαζί βαγένια κρασί.  Έδωσαν εκατοντάδες ευχές από καρδιάς μεταξύ τους και παρέμειναν μέχρι τέλους αγαπημένοι. 
Τα χρόνια παρήλθαν, όλοι εκείνοι οι άνθρωποι γέρασαν  και έφυγαν.
Σε μας που ζούμε ακόμη  έμεινε  μια γλυκιά νοσταλγική ανάμνηση .
Καθώς πλησιάζουν και φέτος τα Χριστούγεννα αξίζει να βρεθούμε αυτές τις μέρες κοντά  στο χωριό μας, κοντά στους δρόμους, στα σοκάκια, στα σπίτια  εκείνων,  να τους ακούσουμε, να τους θυμηθούμε, έστω νοερά, και να τους τιμήσουμε.  
B GIRAKAS   13.12.2015



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου