Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

ΣΤΟ ΚΑΛΥΒΙ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ


                                                          Του Βαγγέλη Κ. Χριστοπούλου

 Πόσο φιλόξενοι είναι αυτοί οι ορεσίβιοι  τσοπάνηδες και πόσο αγνοί και συμπαθείς άνθρωποι. Ένοιωσα χαρά μεγάλη κι αληθινή για τα φιλόξενα αισθήματά τους. Από τότε που το πόδι μου πάτησε στο καλύβι του Πάνου νοιώθω μια ιδιαίτερη συμπάθεια μια ξεχωριστή αγάπη και  μια ξεχωριστή φιλία γιαυτούς.
Είχα περπατήσει αρκετά γυρίζοντας από το μικρό γειτονικό χωριό. Κόντευε μεσημέρι και βρέθηκα κοντά στο καλύβι του.
Ο Πάνος είχε ένα μεγάλο κτήμα με λάκκες με λόφους γυμνούς και δεντρόφυτους,  με καλλιεργήσιμα κομμάτια και βοσκοτόπια.  Εκεί είχε το αμπέλι του, που μαυρολόγαγαν και κοκκίνιζαν  τα σταφύλια όταν ήταν ώριμα. Είχε οπωροφόρα δέντρα, μηλιές , απιδιές, συκιές ,δαμασκηνιές και άλλα καρποφόρα φυτά .  Μια πηγή σχημάτιζε μεγάλο αυλάκι με κρυσταλλένιο νερό  και  πέρναγε ασταμάτητα  από την μια άκρη  στην άλλη και πότιζε τα περιβόλια του και πότιζε και ξεδιψούσαν  τα ζωντανά του. Είχε και ένα μαγκανοπήγαδο και  δύο γεροδεμένα μουλάρια , που εναλλάξ έβγαζαν   από μέσα το νερό όταν λιγόστευε η πηγή . Καθώς ανέβαινε το νερό από τα βάθη της γης και του πηγαδιού τα σκότη, σιγοτραγουδούσε που έβλεπε τον ήλιο. Κυλούσε προς τα πετροχώραφα και σε κάθε στροφή του αυλακιού, στεκόταν λίγο πότιζε ανθάκια και πολύμορφα φυτά με πράσινα φύλλα και ύστερα συνέχιζε τον δρόμο του. Κάτω από τεράστια  δέντρα σκεπασμένο χειμώνα καλοκαίρι ήταν το καλύβι που έμενε και στο βάθος τα μαντριά με άλλες καλύβες , ή στρούγκα και αποθήκες διάφορες.
Σπανίως ερχόταν  στην πόλη και ο κάθε διαβάτης που πέρναγε από τον δρόμο κοντά στο καλύβι του ήταν ευλογία για αυτόν.  Είχε να ειπεί μια κουβέντα.
Βλέποντάς με ο κυρ Πάνος με κάλεσε κοντά του.
__Έλα να σε ιδώ ξένε και να μάθω ποιος είσαι .
__Δεν με γνωρίζεις; Του απάντησα. Έχω έρθει πολλές φορές στο κονάκι σου.
__Δεν βλέπω μακριά τα μάτια με ξεγελάνε. Όσο εγώ τον πλησίαζα εκείνος ανέβασε τα πρόβατά του στην μεγάλη λάκα να βόσκουν και γυρίζοντας προς το μέρος μου  είπε:
__Εσύ είσαι και εγώ νόμιζα πως είσαι ξένος . Έλα να σε φιλέψω τυρί, μην ντρέπεσαι ακολούθα με.  Ήμουν κουρασμένος και δέχτηκα να ξεκουραστώ για λίγο και να εξερευνήσω τον χώρο του καλυβιού , τι έκρυβε μέσα. Εισήλθε πρώτος στο καλύβι του κι εγώ περίεργος ακολουθούσα, χωρίς  δισταγμό.
__Πως σε έφερε ο δρόμος από εδώ με ρώτησε.  Είχα καιρό να σε ιδώ.
__Πήγα σε ένα φίλο που έμαθα πως αρρώστησε μα δεν τον βρήκα έφυγε εκτάκτως για την πόλη.
Γύρισε και με κοίταξε. Το πρόσωπό του ήταν αξύριστο, φόραγε την σκούφια γερτά στο κεφάλι και το ευτραφή μουστάκι του έδινε στο πρόσωπό του μια αγριάδα που μαλάκωνε κάπως με τα γαλάζια ήρεμα μάτια του και το λιτό χαμόγελό του.
__Ποιά να είναι σοβαρά; Με ρώτησε κάπως στενοχωρημένος από ενδιαφέρον.
__Εξετάσεις θα έκανε δεν ήταν κάτι σοβαρό μου είπαν οι χωριανοί του.
__Τα πρόβατα μπήκαν στην στρούγκα μου είπε,  να περιμένεις να αρμέξω και φεύγεις. Δεν θα αργήσω.
__Θα έρθω μαζί σου του είπα και τον ακολούθησα έχοντας στα χέρια μια γκλίτσα που μου έδωσε. Εκείνος κάθισε στο στρουγκολίθι τ’ άρμεξε γλήγορα- γλήγορα και γυρίσαμε με το γάλα στην καλύβα.
Σε μια καρδάρα είχε ξινόγαλο και μου έδειχνε μια γαβάθα που έτριβε γάλα και έτρωγε να μου βάλει να φάω.
__Δεν το τρώω του είπα για να αποφύγω την φασαρία και την γαβάθα του με το ξύλινο κουτάλι.
Έχω ψωμί μου είπε να σου δώσω και χλωρό τυρί. Θα πεινάς! Έκοψε πρώτα ένα μεγάλο κομμάτι χλωρό τυρί από την τσαντίλα που ήταν κρεμασμένη και έσταζε τον τυρόγαλα τακ τακ σε ένα λεβέτι. Στην συνέχεια έκοψε και ένα κομμάτι ψωμί και μου τα έδωσε. Άρχισα μετά βουλιμίας να τρώγω. Με τα δυο χέρια πιασμένα με το τυρί και το ψωμί έκανα μια στροφή ολόγυρα και παρατήρησα τα εντός της καλύβας αντικείμενα. Είδα σύνεργα παρασκευής και αποθήκευσης τυροκομικών προϊόντων , τις  τσαντίλες με το φρεσκοπηγμένο τυρί, γεωργικά εργαλεία , αξίνες φτυάρια, κασμάδες και δυο αλέτρια, πολλά βαρέλια και πλήθος άλλων αντικειμένων.  Το κρεβάτι του  ήταν σε ένα ιδιαίτερο χώρισμα με ένα μικρό παράθυρο σκαρφαλωμένο στην δυτική πλευρά της καλύβας.
Καθίσαμε έξω σε έναν κορμό δέντρου και σχεδόν είχα χορτάσει όταν  ο ζέμπος το άσπρο σκυλί του με ζύγωσε και του έδωσα το εναπομείναν λίγο ψωμοτύρι να φάει.
__Να καταδέχεσαι μου είπε και να με επισκέπτεσαι σαν περνάς από εδώ. Φεύγοντας με πολλές ευχαριστίες με φόρτωσε με λίγα απίδια και μήλα.  Με προσκάλεσε την επαύριον να τον επισκεφθώ να πάρω όσα φρούτα ήθελα που θα είχε μαζέψει από τα δέντρα. Αν θέλεις πήγαινε τώρα  να μαζέψεις μόνος σου από τα δέντρα χάμω πέφτουν  σαπίζουν και τα τρώνε τα ζώα.
Θα έρθω κάποια άλλη μέρα του απάντησα και αφού τον χιλιοφχαρίστησα τράβηξα προς το ύψωμα να βγω  περικοπά στον δημόσιο δρόμο. Όπως ανέβαινα σιγά σιγά άκουσα πίσω ουρλιαχτά σκύλου. Ήταν ο ζέμπος του, που  ευχαριστημένος με αποχαιρετούσε.

 18.8.2018

  




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου