Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Π α ρ α δ ό σ ε ι ς από την Μ υ γ δ α λ ι ά Γορτυνίας


 (Λαογραφική πραγματεία Γεωργίου Δ. Καραλή φοιτητή 1964)

Στο κάτου Νερό λένε ότι κατέβαιναν την νύχτα οι νεράϊδες και πλένανε και νιβόσανε. Εκεί τις είδε μια φορά ο Παπαντώνης και εκοπανάγανε σκουτιά (ρούχα) και όταν αρχίνησε μια προσευχή χαθήκανε.
Λένε στον τόπο που έχει πεθάνει σκοτωμένος στο χρόνο απάνου τα μεσάνυχτα ανάβει μια φωτιά και ακούγεται ένα βογκητό. Βογκάει ο πεθαμένος. Για τούτο, τα χρόνια κείνα άμα νύχτωνε κανένας μακρυά από το χωριό και ήθελε να κοιμηθεί έξω σταύρωνε τρείς φορές με το μαχαίρι του ή με το ραβδί του χάμου τον τόπο, που θελά κοιμηθεί.


Τα παλιά χρόνια ήσαν λύκοι πολλοί στο χωριό και δεν έμεναν έξω πράματα κ’ ανθρώποι. Αν κανείς αργούσε να γυρίσει στο χωριό πήγαινε στο παπά και τον ύψωνε. Το ίδιο και τα ζωντανά. Τα ύψωναν στον παπά: Διάβαζε μια ευχή και να τάβρει ο λύκος δεν τάτρωγε. Τούτο το φτειάναμε μέχρι το 1940 – 1950 που χάθηκαν οι λύκοι.



Η  Π λ ά τ η   τ ο υ  σ φ α χ τ ο ύ
Κοιτάμε τη πλάτη εάν είναι σκοτεινή έχομε καλή χρονιά, εάν είναι καθαρή και φέρνει σύγνεφο προς τα μέσα είναι σοδιά, αν έχει μαυρίλα στο δεξιό είναι θάνατος αντρίκειος, αν είναι στο αριστερό είναι γυναικείος θάνατος. Αυτά συντελούνται στο σπίτι που έχει αλατίσει το φαί το ίδιο στις κότας το στήθος έχει τρουπίτσες.

Μια φορά στο γιοφύρι ο ληστής Λύγκος με το ασκέρι του και με τον τροφοδότη του τον Αναγνώστη όταν φάγανε κρέας και είδε ο Λύγκος την πλάτη είπε:

__Συ Αναγνώστη να φύγεις που είσαι παντρεμένος και έχεις παιδιά. Εμείς οι άλλοι θα σκοτωθούμε, γιατί είμαστε ζωμένοι (κυκλωμένοι) από αποσπάσματα. Να του λέει τήρα δω. Ένας από το μπουλούκι μας φέγει και πρέπει να είσαι συ που έχεις παιδιά να γλυτώσεις.

Έπειτα από μισή ώρα πιάστηκε η παρέα του Λύγκου με τα’ αποσπάσματα . Σκοτώθηκε ο Λύγκος με την παρέα του. Ο γέρο Αναγνώστης έζησε και διηγιότανε την ιστορία αυτή. Ο Λύγκος ήτανε σκληρός ληστής κααι  (μεταφορικά) λένε:  Αυτός βγήκε Λύγκος. Σωστός εβγήκε σαν τον Λύγκο.



Λ α γ κα δ ι ν ή   ν ύ φ η

Η Γιαννού του Ρουμελιώτη όταν ήρθε νύφη από το γειτονικό χωριό τα Λαγκάδια σύνδεσε την νοοτροπία της δύστροπης με το εξής ανέκδοτο:
Το βράδυ του γάμου φάγανε και ήπιανε. Το πρωί ο πεθερός της γυρίζει από τα πρόβατα και την ρωτάει:
__Είναι τίποτα για φαί νύφη; Και εκείνη απλογιέται (αποκρίνεται)
__Δεν είναι τίποτε πατέρα.
__Ούτε πατσιά ούτε σηκώτι;
__Όχι πατέρα το φάγανε οι κατσούλες (γάτες).
__Και το κούκουρο(κεφάλι) νύφη.
__Και κείνο αποκρίνεται. Και το κούκουρο πατέρα και το κολυκουρο.
__Ε! του διαβόλου οι γάτες κάνει ο γέρος.



Τ ά   Β ά γ ι α

Την βάγια πηγαίνει στην εκκλησία όποιος στεφανωθεί τελευταίος πριν την γιορτή των Βαΐων. Την χρησιμοποιούμε για στυφάτο.



Λ α μ π ρ ή

Δεν πιάνουνε και δεν καθαιράνε αυγά οι τσοπάνηδες επειδή αρμέγουνε. Τόχουνε σε κακό. Κάνουνε αυγουλήθρες τα μαστάρια των πραματιώνε ( των γιδοπροβάτων).



Τ ο υ   Α γ ί ο υ   Γ ε ω ρ γ ί ο υ

Οι τσοπάνηδες σφάζουνε το αρνί, ρίνουνε το ντουφέκι (Μια ντουφεεκιά) να φύγουν τα ξωτικά και να πάνε καλά τα πράγματα. Έχουνε έφιμο (έθιμο) και πάνε σε όσους δεν έχουν σφαχτά γιαργούτι (γιαούρτι).
Ο γέρο Μπάντος φίλευε όποιον πέρναγε από την στρούγκα του. Όταν κάποτε πήγε στον Πύργο της Ηλείας πέρασε από τα ψαράδικα, κρεοπωλεία, εστιατόρια και περίμενε να του φωνάξουν όπως φίλευε αυτός στην στρούγκα και είπε:
__Την μια μεριά, την άλλη τηγανίζανε και δεν μου είπε κανένας να φάω.  Ας μου ξαναπεράστε από την στρούγκα και να ιδήτε αν θα κρατήσω και τα σκυλιά.



Έ θ ι μ ο   τ η ς   Π ρ ω τ ο μ α γ ι ά ς

Δεν απλώνουμε ασπρόρουχα ούτε βροντάμε, για να μην πέσει χαλάζι. Διπλώνουμε και τις ρόκες να μην ασπρίζει το μαλλί.





Τ η ς   Α γ ι α    Μ α ρ ί ν α ς   17 Ιουλίου

Ένας παπάς αλώνιζε ανήμερα της Άγια Μαρίνας και βύθισε τα’ αλώνι. Και λένε κάθε χρόνο την ίδια ώρα ακούγεται ο παπάς να σαλαγάει τα άλογα.




Τ η ς   Ά γ ι α   Μ α ύ ρ η ς:
Ανήμερα ο παπαδημήτρης πήγαινε για ξύλα
__Πού πας παππούλη σήμερα είναι γιορτή της Άγια Μαύρης.
__Εγώ την Άγια Μαύρη δεν την έχω στα χαρτιά μου.  Του παπά γκρεμίστηκε τ’ άλογο και του έμεινε το σαμάρι και τόφερε στο χωριό.

Μια γυναίκα είχε πάει στου Λώλη, τοποθεσία έξω από το χωριό για χόρτα ανήμερα της Άγια μαύρης. Λένε την κυνήγησε ένα φίδι και την έφερε κυνηγώντας μέχρι την Λιάσκοβα  350 μέτρα περίπου μακριά που είναι και ρεματιά και πηγές νερού. Αφήγηση Γιώτας Τζιράκα 6.2.201

Της πεντηκοστής ανήμερα η γυναίκα του Πανέα, έστελνε το παιδί της Χρόνη να πάει ψωμί στον πατέρα, που έσπερνε καλαμπόκι στη Μαρτίτσα (Τοπωνύμιο στο Λάδωνα) Το παιδί δεν πήγαινε. Ύστερα με τα πολλά και λίγα ξεκίνησε να πάει. Η μάνα του το καταράστηκε.

__Κακό φίδι να βγή στο δρόμο σου και να σε φάει.

Και ώ! Του θαύματος στο δρόμο βγήκε ένα μεγάλο φίδι κι έφαγε το παιδί. Ήταν ώρα ανοιχτή και έπιασε η κατάρα.

     B Girakas   6.2.2016






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου