Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

ΤΟ ΚΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΩΤΣΙΟΥ

Του Βαγγέλη Κ Χριστοπούλου
Θέλαμε ν’ αλλάξουμε  περιβάλλον από κείνο του καφενείου.  Νοιώθαμε και  την ανάγκη να περπατήσουμε για να ξεμουδιάσουμε. Συμφωνήσαμε λοιπόν να πεταχτούμε μέχρι τη λίμνη.

Τους γέμισα με ιστορίες, για τα ψάρια της λίμνης, που βγαίνουν τον Μάη στην άκρη τρία τρία , πέντε πέντε , κοπάδια ολόκληρα.  Πως κολυμπούν και φαίνονται άξαφνα οι ασημένιες κοιλιές τους. Πως  σμίγουν τα στόματά τους και «σιγοψιθυρίζουν» μεταξύ τους. ....
Ο Μαγκογιώργης το επιβεβαίωσε στον Κώτσιο του Μαγκόγιαννη, τον Μαγκοκώστα και στον Γιάννη του Μπαζού, τον Μπαζόγιαννη, ότι έτσι γίνεται. Αν θέλουν μπορούν να τα ιδούν με τα ίδια τους τα μάτια.
__Πρώτη φορά, ακούω τα ψάρια να βγαίνουν στην ξηρά, είπε κάπως δύσπιστα ο Μπαζόγιαννης.
__Έχω μάρτυρα το Τζιρακοβαγγέλη ,είπε ο Μαγκογιώργης. Πέρσυ με την μαγκούρα σκότωσα τέσσερα!  Και ήταν κοτζάμ ψάρια. Και άπλωσε την παλάμη του ενός  χεριού και με το άλλο  ακούμπησε  στον καρπό , δείχνοντας έτσι πόσο μεγάλα ήταν.
__Χά! Χά ! χά!. Γέλασε  ο Μπαζόγιαννης. Εγώ να ‘ρθω να πάμε στην λίμνη, μα δεν πιστεύω να ιδούμε ψάρια , όπως τα περιγράφετε. Και πρόσθεσε με νόημα: Τούτο τον καιρό οι άνθρωποι πέφτουν στην λίμνη και πνίγονται, από ανέχεια, στενοχώρια και δυσκολίες. Τα ψάρια καλά είναι μέσα στην λίμνη,  γιατί να βγουν έξω;
 Καθώς ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο χωρίς χασομέρια, ακολουθώντας τον δρόμο για την λίμνη, ο Μαγκοκώστας, που είναι και δάσκαλος, αστειευόμενος στην αρχή σχολίασε, ότι και τα ψάρια άνθρωποι είναι! Γιατί λένε σε ορισμένους ανθρώπους: « είσαι ψάρι!»  Η Γοργόνα δεν ήταν ψάρι και άνθρωπος; 
Μα καθώς τραβάγαμε προς την Μπαλιζού και κοντεύαμε να ξαναφάνουμε στο ποτάμι και στη  λίμνη, συνέχισε σοβαρά:
__Τα ψάρια ,το Μάη μήνα, γεννάνε και γεννάνε στην άκρη της λίμνης και τις ακροποταμιές. Δεν είναι παράξενο να ιδούμε στην άκρη της  λίμνης ψάρια.
__Πάντως είναι γραφικό να βλέπουμε  ζωντανά τα ψάρια στην άκρη της λίμνης, σαν να είναι ενυδρείο, είπε ο  Τζιρακοβαγγέλης.
__Πράγματι αξίζει τον κόπο να τα ιδούμε συμπλήρωσε  ο Μαγκογιώργης.
Έτσι συζητώντας  φτάσαμε στο Σύμπαινο και ύστερα στην Καρέκη. Δίπλα μας δασωμένα βουνελάκια και δεξιά και αριστερά, λουλουδιασμένα χωράφια. Στα τρυφερά φυλλαράκια και τους βλαστούς, λαμποκοπούσαν οι δροσοσταλιές της ανοιξιάτικης πάχνης.
Πάνω στην κορυφή ενός πανύψηλου δέντρου, ακουγόταν  η φωνή μιας ερωτευμένης τρυγόνας . Τα κοτσύφια άλλαζαν κάθε λίγο, την φωνή τους και μας ξάφνιαζαν με το γλυκό κελάηδημα τους.  Μια αλεπού φάνηκε σε μια στροφή του δρόμου ξαφνιασμένη από την παρουσία μας , με το τριγωνικό ρύγχος της και  τα έξυπνα και ζωηρά μάτια της. Μας κοίταγε με τις γυαλιστές και σπινθηροβόλες χάντρες των ματιών της , μέχρι που την πλησιάσαμε.  Τότε μπήκε μέσα σε ένα τουφωτό  πουρνάρι και χάθηκε.
__Δεν περίμενε να μας πει καλημέρα η πονηρή, συμπλήρωσε γελώντας ο  Μπαζόγιαννης, και μετά ας έφευγε.
__Να σας πω μια ιστορία, τώρα που είδαμε την αλεπού. Είπε ο Μαγκογιώργης.  Εγώ δεν ήμουν κυνηγός ποτέ. Μια φορά όλο κι όλο, πήγα με τον Διαμαντή, τον Τσιασή, να φυλάξουμε στα δέντρα στου Μπρασιά για τρυγόνες.  Περίμενα με  ένα μονόκαννο όπλο  ώρες  ολόκληρες να παρουσιαστεί κανένα πουλί.  Ο Διαμαντής πήγε μακριά σε άλλα δέντρα να ντουφεκίσει ,αν έβλεπε πουλιά,  για να έρθουν στα δέντρα που φύλαγα εγώ.
Για μια στιγμή ήρθαν δύο τρυγόνια, κάθισαν σε ένα κλαδί και δεν τα έβλεπα από τα πυκνά φύλλα του δέντρου. Την ίδια στιγμή παρουσιάστηκε μια αλεπού. Δεν ήξερα που να ρίξω πρώτα,  διότι είχα μόνο μια σφαίρα.  Τελικά έριξα και χτύπησα το ένα τρυγόνι. Η αλεπού ήξερε φαίνεται ότι είχα μια μόνο σφαίρα και έφυγε σιγά σιγά, κοροϊδεύοντας.
__Εγώ,  έχω τέτοιες ιστορίες με αλεπούδες, κουνάβια και λαγούς. Είπε ο Μπαζόγιαννης.  Έχω ακούσει θρηνητικά ξεφωνητά στην δική τους γλώσσα, σαν κυνηγός που ήμουν πολλά χρόνια. Έχω ιδεί την τρομάρα  τους, από τον επερχόμενο θάνατο και δάκρυα στα μάτια τους!...
 Οι τέσσερείς μας κατεβαίναμε τις μεγάλες στροφές στον Αγιάννη. Απέναντι στους λόφους, φαίνονταν τα πεσμένα Χοβέϊκα καλύβια με  τα χοντρόκορμα πρίνια ,με την  στρούγκα  και το μεγάλο αλώνι. Θυμηθήκαμε τις πολλές απιδιές που υπήρχαν τότε που έσφυζε ο τόπος από τσοπαναραίους και ζωή . Φαίνονταν μακριά από τον δρόμο, οι απιδιές  φορτωμένες, ζαχαράπιδα, κουρμούρες, καμπανάπιδα  και σκυλάπιδα . Πέρναγε ο περαστικός έτρωγε και ξελιγούρευε. Τώρα όμως παρακμή και ερημιά βασιλεύει!
Φωτογραφίσαμε στο μυαλό μας το γέρο Χόβη με τις βράκες και τα τσουράπια,  την άσπρη από τον αργαλειό υφασμένη πουκαμίσα , το γελέκο, τον Κούκο και τα τσαρούχια.  Μας ήρθαν στη μνήμη μας και τα παιδιά του, ο Κολέγας (ο Νικολός) και ο Γιουργούτσος, που στα νεώτερα χρόνια μας ζούσαν κοντά μας.
Κουβεντιάζοντας για το Χόβη, τον καιρό και την πολιτική κατάσταση στη  χώρα, απολαμβάναμε  το λούσιμο της φύσης από τον ήλιο και  το δροσερό μυρωμένο αεράκι που μας χαϊδεύει τα πρόσωπα.
Σε μια στροφή του δρόμου ξεπρόβαλε η βαθυπράσινη λίμνη, γεμάτη χρώματα και ίσκιους των γύρω δασωμένων λόφων. Δέντρα ολόσωμα, καθρευτίζονταν  μέσα στο νερό της. Ένα ξεμοναχιασμένο πέτρινο χτίριο, μέσα στη λίμνη, ο παλιός μύλος του Κάτσιου, φαινόταν από ψηλά σαν μεγάλη μαούνα, που περιμένει επιβάτες, να ξεκινήσει το ταξίδι της, μέχρι την Μαρτίτσα, του Μπαρμπέρι, τους μύλους και την νεροτριβή στη Φτεριά , κοντά στου Συριάμου, το Πήδημα και το Φράγμα.  Πάνω στον παλιό μύλο τέσσερα θαλασσοπούλια  ερωτοτροπούν.
Εμείς οι τέσσερεις φίλοι , βλέποντας το μύλο,  νοερά αλέθουμε  το άλεσμα που είναι μέσα στα σακιά  και  ακούγαμε την φωνή του Μυλωνά. Περιπλανιόμαστε στον άλλοτε έφορο κάμπο και θυμόμαστε τα ζεμένα βόδια και τους εργάτες  να δουλεύουν.
Πλησιάσαμε τη λίμνη και στρίψαμε δεξιά σε χωματόδρομο.
Ο ήλιος  χρύσωνε και τρύπαγε τα σωθικά της λίμνης και έδινε ζωή στον κόσμο της.  Δεξιά στο βαθύσκιωτο δάσος, ακούγονται ατέλειωτοι ψιθυρισμοί ερώτων. Ένα γεράκι πέταξε με θόρυβο φοβισμένο, από τον βόμβο της μηχανής του αυτοκινήτου.
__Εδώ το μέρος αυτό το λένε Άγιοδημήτρη, είπε ο Μαγκογιώργης.  Εκεί ψηλά ήταν το καλύβι του Τιριρή και  λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά  ήταν το καταφύγιο.
 Μας έδειξε  με το χέρι του μια χούνι που παλιά έσπερναν σιτάρια. Τώρα δεν ξεχωρίζουμε τίποτε, από καλύβι , καταφύγιο και σιταροχώραφα.   Σε μια πεζούλα του χωραφιού, ήταν μια τρύπα τεχνικά φτιαγμένη ,σαν καταφύγιο, να κρύβονται  άνθρωποι , σε ώρα κινδύνου.
Εκεί ξετυλίχθηκε μια αλλόκοτη ιστορία στον Εμφύλιο. Σ΄αυτή την τρύπα παρέμειναν  κρυμένοι μερικοί ντόπιοι αντάρτες, γιομάτοι  πλήξη και μελαγχολία. Άνθρωποι δικοί μας, άνθρωποι πατριώτες, άνθρωποι της εθνικής αντίστασης.  Πάνω από όλα Έλληνες. Οι νύχτες ήταν αβάσταχτα τυραννικές, για αυτούς τους ανθρώπους,  που ήταν κλεισμένοι εκεί μέσα. Ο εχθρός με ενέδρες  και έρευνες παραμόνευε νύχτα και ημέρα!  Ήταν  έξι ή εφτά νέοι άνθρωποι, τραυματισμένοι, με πρησμένα πόδια, παραμορφωμένα πρόσωπα, σακατεμένοι από τις κακουχίες, αδύνατοι, κουρασμένοι. Πόσο να αντέξουν την πείνα, την δίψα την ακινησία, την απραγία; Βράδυ παρά βράδυ μπορούσαν να γιομίσουν τα παγούρια με νερό και να προμηθευτούν κάτι για φαΐ από τα γύρω καλύβια του Παλιόπυργου.
Πού και πού τους άφηναν δικοί τους τσοπαναραίοι, λίγη μπομπότα, μια μυζήθρα, λίγο ψωμί σε καθορισμένο μέρος, που το έπαιρναν.
Έβλεπαν σκούρα τα πράγματα και οι δρόμοι κλειστοί για να φύγουν. Μελαγχολία και απογοήτευση γέμιζε τις ψυχές τους.  Προ πάντων είχαν τον φόβο της προδοσίας! Και δυστυχώς  δεν άργησε η ημέρα που μαθεύτηκε η διαμονή τους στο καταφύγιο. Το καλύβι του Τυριρή το έκαψαν και ο ίδιος  τιμωρήθηκε σκληρά από το στρατό.
Στρατιώτες με την απειλή των όπλων  έφεραν τους συλληφθέντες, καβάλα σε γαϊδούρια και μουλάρια, στη πλατεία του χωριού. «Τετέλεσται».  Δεν είχαν το κουράγιο να περπατήσουν.
Οδηγήθηκαν σε στρατοδικεία και δικάστηκαν άλλοι σε ισόβια και άλλοι σε θάνατο και εκτελέστηκαν.
 Ο τόπος ήταν γνώριμος στους φίλους μου, καθώς και τα πρόσωπα των πατριωτών  που αιχμαλωτίστηκαν.  Έτσι  στη μνήμη τους ξεφύτρωναν θύμησες κείνης της εποχής που εξιστορούσαν με πολλή λύπη. Εκεί ήταν και ο Θείος Παναζιούλης , μια γυναίκα , η Ζανέτα και άλλοι αγωνιστές . Όλοι τους είχαν οικογένειες, γονείς, αδέρφια, μανάδες , παιδιά που τους σκέπτονταν, τους αναζητούσαν και τους περίμεναν……

__Αφήστε τα αυτά! Τί τα θέλουμε να τα κουβεντιάζουμε; Πίκρα και πόνο μας προκαλούν, είπε ο δάσκαλος, ο Μαγκοκώστας.
 Διανύοντας ένα χιλιόμετρο περίπου κατά μήκος και παράλληλα της λίμνης, απολαμβάνοντας τις ομορφιές, φτάσαμε στον Κουρπό.
Το νερό της πηγής του Κουρπού, βγαίνει μέσα στην λίμνη και κουβεντιάζει μυστικά μαζί της. Τα νερά τους αναμειγνύονται και ξεπροβάλει ένας  βαθυγάλαζος χρωματισμός  που μας μαγεύει.
Για να φτάσουμε δίπλα στη λίμνη τα χορτάρια  είναι μισό μέτρο ψηλά και δυσκολεύουν το περπάτημά μας.  Στην άκρη της Λίμνης, με τα καλάμια ,δυο ξένοι προσπαθούν να πιάσουν Κυπρίνους και Πέστροφες. Τους πλησιάσαμε από περιέργεια κοιτάζοντας μια αυτούς μια την σκεπασμένη κόκκινη , μεγάλη λεκάνη .
__Τ κάνετε εδώ παιδιά; Τους ψιθύρισε ο Μαγκογιώργης.
__Τί κάνομε; Παίζουμε, είπε ο ένας από αυτούς αστειευόμενος.
__Με τα ψάρια παίζεται; Ρώτησε ο Μαγκοκώστας ο δάσκαλος.
Η άσχημη μορφή του ξένου δεν φάνηκε να δυσαρεστήθηκε  με την ερώτησή μας. Ξεσκέπασε τη λεκάνη που είχε μέσα νερό με ψάρια. Μας τα έδειξε και μας είπε πρόσχαρα.
__Κάνουμε ότι δεν κάνετε εσείς . Ψαρεύουμε.

Πήραμε  και οι τέσσερεις την άκρη άκρη της λίμνης περπατώντας και  μουρμουρίζοντας: «Τούτοι που ψαρεύουν και χαίρονται την ομορφιά του τόπου μας, έχουν περισσότερο μυαλό από μας».
Στην ακρολιμνιά, στα ρηχά νερά της, βλέπαμε  τα ψάρια, που είχαν βγει στην άκρη να γεννήσουν. Περπατήσαμε μέχρι το Κομμένο Γεφύρι και την θολωμένη ακροποταμιά, απολαμβάνοντας την ηρεμία του τόπου. Στην απέναντι όχθη, άλλος ψαράς με το καλάμι του πάσχιζε και αυτός να πιάσει ψάρια και να περάσει την ώρα του.
Μας ρώτησε για νέα από το χωριό την Κερπινή  και ποιος βγήκε Δήμαρχος. Του είπαμε ότι είμαστε από την Μυγδαλιά, αλλά με το βουητό του ποταμού και την  βαριακοή  του , είδαμε και πάθαμε να συνεννοηθούμε.
Σχεδόν τελειώσαμε την επίσκεψή μας  στη λίμνη, όταν ακούσαμε τον Μαγκοκώστα, το δάσκαλο, να μας προτείνει.
__Εγώ λέω να πάμε στον Ποδογορά  (Πουρναριά) να σας κεράσω κανένα ουζάκι. Εκεί είναι μια καλή ταβερνούλα. Ήταν παραμονή του Αγίου Κωνσταντίνου και ξέραμε  ότι την άλλη μέρα ήταν η γιορτή του. Ήθελε να μας ευχαριστήσει σήμερα που ήταν παραμονή, γιατί την άλλη ημέρα θα τιμούσε τους δικούς  και φίλους, στην Τρίπολη, που μένει μόνιμα.
__Παιδιά, μπείτε  στο  αυτοκίνητο, θα πάμε στο Γεφύρι, που έχει μεγάλη θέα να χαρούμε!  Σχεδόν τους παρακάλεσα.
Ακολουθώντας  το δρόμο της επιστροφής, σταματήσαμε πάνω στην μεγάλη σιδερένια γέφυρα και λέγαμε ιστορίες για το παλιό πέτρινο γεφύρι της Κυράς, που τώρα κοιμάται ήσυχο κάτω από τα νερά της λίμνης.
Κοιτάγαμε μια τα μπουλούκια  ψάρια που πέρναγαν κολυμπώντας κάτω από τη γέφυρα και μια τα πετροχελίδονα  που χαμηλοπετούσαν ξυστά, πάνω από τα δροσερά νερά της λίμνης.
__Τι θα κάνουμε; Ρώτησε ο Μπαζόγιαννης. Θα πάμε στην Πουρναριά;
Θέλαμε να πάμε και δεν θέλαμε. Πλησίαζε μεσημέρι, το στομάχι γουργούριζε από την πείνα και το ουζάκι με μεζέ σε ένα τραπεζάκι στην ταβέρνα θα ήταν απόλαυση. Αυτό σκεφθήκαμε και οι τέσσερεις. Τη δεύτερη φορά  ο Μαγκοκώστας, εκτός από την επιθυμία που ο ίδιος είχε,   μας παρακίνησε, λέγοντας.
__Πάμε ρε! Ωραία θα περάσουμε!  Και συνέχισε.
Να ρωτήσουμε και τον οδηγό, αν έχει όρεξη να οδηγήσει.  Εγώ κατάλαβα τις προθέσεις τους, που  ήθελαν να πάμε να πιούμε. Στην αρχή ήθελα να αρνηθώ. Μα στο τέλος  δέχθηκα με ευχαρίστηση να οδηγήσω μέχρι την Πουρναριά,  καθ’ ότι δεν ήταν κόπος και κούραση, ούτε θα τους φορτωνόμουν στον ώμο μου. Η επανάληψη της πρόσκλησης μας βρήκε όλους σύμφωνους. Άλλο που δεν θέλαμε. Χωρίς άλλη κουβέντα συμφωνήσαμε να μην χάσουμε  τέτοιο κέρασμα.  Θα τρώγαμε και θα πίναμε χωρίς κ ό σ τ ο ς για μας, με μόνη υποχρέωση να τον ευχαριστήσουμε που θα πλέρωνε και να του λέγαμε δυο τρεις φορές «πολύχρονος».
__Μπέστε μέσα και φύγαμε, τους είπα.
Τραβήξαμε στην απέναντι πλαγιά της λίμνης, και φτάσαμε στο Γιοβέϊκο καλύβι. Στο καλύβι έξω στο μπαλκόνι έπιναν τα ούζα τους ο Γιάννης της Βελιότας και ο Πάνος ο Γιόβας, τσοπάνηδες, με τις γυναίκες τους. Μας κάλεσαν για κέρασμα, αλλά εμείς τους είπαμε: πάμε στην Πουρναριά και άμα θέλουν ας έλθουν μαζί μας.
__Έχουμε τα ζωντανά και δεν μπορούμε να απομακρυνθούμε, είπε η Κατερίνα του Βελιοτόγιαννη.
__Γιάννη, είπε ένας από μας, έχουμε εορταζόμενο μαζί μας και πάμε να μας κεράσει στην Πουρναριά.
__Μα η γιορτή αύριο είναι. Είπε αυτός.
 Ο Μαγκογιώργης  του έδωσε πληρωμένη απάντηση.
__Γιάννη τα πανηγύρια αρχίζουν την παραμονή και έτσι, χωρίς άλλη κουβέντα, τραβήξαμε το δρόμο μας.
Φτάνοντας στην ταβέρνα, έκπληκτοι, ακούσαμε τραγούδια και μέσα  γινόταν γλέντι. Είδαμε και έξι άλογα, στολισμένα με κιλίμια και δεμένα στον ίσκιο των δέντρων με τα καπίστρια στην μεγάλη αυλή της ταβέρνας. Δίπλα μας ορθωνόταν υπερήφανη με το καμπαναριό της η πανέμορφη εκκλησία του χωριού.  Είμαστε δίβουλοι και δεν ξέραμε αν έπρεπε να μπούμε μέσα.
__Δεν είμαστε για τέτοια, είπε κάποιος από όλους μας .  Άλλος φορούσε τραγιάσκα, άλλος κρατούσε γκλίτσα στα χέρια, άλλος μαγκούρα και γενικά η εμφάνισή μας  και η ενδυμασία μας ήταν ακατάλληλη.  Σκεπτόμαστε να λοξοδρομήσουμε.
Στην παρέα που γλεντούσαν, ήταν ο ξάδερφος και χωριανός μας, ο Κώστας ο Βρούχος. Μόλις μας είδε, εξέρχεται από το μαγαζί με χαρά και η φωνή του αντιλαλεί από τα ξεφωνητά του. Μας αγκαλιάζει έναν έναν μας φιλάει και καταλαβαίνει την δυσκολία μας. Μας βγάζει από το δίλημμα και το αδιέξοδο. Αγκαζέ μας οδηγεί μέσα στο μαγαζί. Χαιρετούμε τον κόσμο και μας  αναγκάζει να καθίσουμε σε ένα τραπέζι. Παραγγέλνει κρασί και τα κατρούτσα έρχονται παραγγελία το ένα μετά το άλλο . Από τον παπα – Νικόλα, τον Χρίστο τον Κουτάλα από την Στρέζοβα και από άλλους. Εγώ και η παρέα μου, κοιτάμε τριγύρω μας, να ιδούμε γνώριμες φάτσες, φίλους γνωστούς και μπας και έχουν βρει καινούργιο τρόπο να  πίνουν κρασί.  Γνώρισα την παλιά συμμαθήτριά μου, την Ελένη Σταθοπούλου, τον αδερφό της Θοδωρή, παιδιά του Κώστα του Βρούχου, τον Χρίστο τον Κουτάλα και άλλους γνώριμους.
Έρχεται και η βραστή γίδα, πίνουμε και τρώμε και απολαμβάνουμε τα ωραία τραγούδια. Τριάντα νοματαίοι, τραπεζωμένοι, τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους. Δίπλα τους κανάτες με κρασί και μισοάδεια πιάτα, με λίγα κοψίδια και μπόλικα κόκκαλα από γίδα βραστή.
Σταμάτησαν για λίγο το τραγούδι να ευχηθούν τα χρόνια πολλά στον παπά – Νικόλα που έκλεινε τα εφτά χρόνια ιερέας στην ενορία τους. Όλοι τούτοι είχαν πάει στο εξωκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου, πρωί πρωί της παραμονής της γιορτής του, και τέλεσαν Θεία Λειτουργία . Τελειώνοντας γύρισαν στην μικρή ταβερνούλα του χωριού. Στρογγυλοκάθισαν να φάνε και να γλεντήσουν. Οι πρώτοι της γιορτής είναι ο παπά Νικόλας και ο Κώστας ο Βρούχος στο μουσικό μέρος, με τους Δαφναίους καβαλάρηδες.  Γυναίκες και άντρες ήταν μια εξαιρετική παρέα  και δικαιολογημένα ο παπά Νικόλας δεν   άφησε το ποίμνιό του να γλεντήσει μόνο του, όπως  και το ποίμνιο δεν άφησε τον παπά να λειτουργεί μόνος του.
Η θέση του παπά Νικόλα περίοπτη κατά τη λειτουργία, μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Αλλά τώρα και στην διασκέδαση και στο τραγούδι ήταν πρώτος. Καθόταν στο κέντρο της παρέας,  να φαίνεται και να τον βλέπουν όλοι.
Όταν τέλειωσε ένα ωραίο τραγούδι ο Κώστας Βρούχος φώναξε:
__Όλοι, άσπρο πάτο!
__Ζήτω η κρασοκατάνυξη, φώναξε ο Χρίστος ο Κουτάλας.
__Ευλόγησον πάτερ. Είπε ο Μπαζόγιαννης με γεμάτο το στόμα.
__Ευλογημένοι όλοι, είπε ψαλτά ο παπάς, και χρόνια πολλά στις Ελένες  και Κώστηδες.
Όλοι με μιας , αφήσαμε άσπρο πάτο στα ποτήρια μας  και ευχηθήκαμε  στους  εορταζόμενους:  τον  Κώστα  Σταθόπουλο (Βρούχο), στην κόρη του Ελένη και σε δυο τρεις άλλους «Χρόνια πολλά».
Ο δικός μας ο Κώτσιος μεγάλη τιμή μας έκανε και μας ευχαρίστησε σήμερα.  Αλλά και εμείς, η παρέα  του,  σηκώσαμε πολλές φορές τα ποτήρια στην υγειά του, τον καλοχαιρετίσαμε,   του είπαμε   με την καρδιά μας «Χρόνια πολλά». 
Αυτό το  κέρασμα δεν ήταν μόνο για κείνη την φορά που βρεθήκαμε στην Πουρναριά.  Όσες φορές θα πηγαίνει το μυαλό μας εκεί  θα συνεχίζουμε να λέμε στον Μαγκοκώστα «χρόνια πολλά και καλά, φίλε». Ευχαριστούμε για τις ωραίες αναμνήσεις που μας χάρισες , την παραμονή  της γιορτής σου και για το πλούσιο  κέρασμά σου.
B GIRAKAS  8.6.2014





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου