Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

ΤΟ ΑΛΩΝΙΣΜΑ


Του ΝΙΚΟΥ  ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ


Μπονόρα ξύπνησε σήμερα ο Γιώργης με τη γυναίκα του. Η δροσιά της αυγής δεν αφήνει να τρίβουν τα στάχυα. Τ’ αλώνι τ’ αποσούρανε  αποβραδύς. Ο Στιχερός1  είναι καλά μπηγμένος αλλά για σιγουριά ο Γιώργης βαράει τις σφίνες με το τζίτζικα του τσεκουριού. Ένα -  ένα τα μισοδέματα στον ώμο τα κουβαλάνε από τη θεμονιά και τα πυθώνουν.....
ολόρθα γύρω –γύρω στο στιχερό. Ο Γιώργης έβγαλε απόξω το πουκάμισο και η γυναίκα του έδεσε την ποδιά στο κεφάλι για να μην μπαίνουν στο κορμί τους τ’ άγανα.
Λύνουν τα σικάλινα δεματικά και τ’ ακουμπάνε στην άκρη του πλακόστρωτου για να τα μετρήσουν στο τέλος. Σε μια ώρα κιόλας τα ρίξανε τα δεμάτια. Διακόσια οκτώ δεματικά μέτρησαν όλα – όλα, δηλαδή 104 δεμάτια ο Γιώργης. Η Γιώργαινα μαζεύει τα στάχυα, που τριφτήκανε στη θεμονιά, μέσα στην απλάδα ενώ ο Γιώργης με το δυκριάνι 2  απλώνει τ’ αλώνι. Το παιδί τους ήρθε, έλυσε το μουλάρι και τη φοράδα να πάει στη βρύση να τα ποτίση και να γεμίση τις βαρέλες νερό.  Εννηά άλογα θα βάλουν στ’ αλώνι. Έρχονται κι όλας οι βαλμάδες με τα ζα τους. Τ’ αποπιάνουν από το καπίστρι στη μάντρα και τα ξηστρώνουν. Ο Μπάρμπα – Μήτσιος παίρνει την τριχιά και φτιάνει τις θηλιές. Τώρα τα φέρανε όλα στην άκρη του γύρου τ’ αλωνιού και τα ταχτοποιούν.
Στη μια άκρη βάζουν τ’ άλογο του Ζαφειράκου και στην άλλη το μουλάρι του Μήτσου γιατί τσινάει στη μέση. Άει – άει σαλάχιζαν τ’ άλογα κι όλοι μαζί οι βαλμάδες εύχονται «χίλια μόδια» στο νοικοκύρη.  Όπως έτσουζε το καμουτσί στον αέρα ο Αντώνης, τ’ άλογα απλώσανε κι άρχιζαν να γυρίζουν ολοτρόγυρα στο στιχερό σε παράταξη.
Με δυσκολία δρασκελάνε τα σωρωμένα χερόβολα, γιατί μπήγονταν μέχρι το στήθος μέσα στην αρχή.  Ο Πάνος πηλάλησε στο στιχερό για να κρατάει  τον αέρα3 μη διπλωθή.  Τ’ άλογα τρέχουν και ο κόμπος4  τεντώνει καθώς τραβάνε τ’ άλογα με τις λαιμαριές, ενώ η ξύλινη κουλούρα 5  τριζοβολάει καθώς στριφογυρίζει τσιτωτά στο στιχερό.
Ο  Μπάρμπα – Νάσιος  σιούριξε άξαφνα να σταματήσουν τα ζα για ν’ αλλάξουν το άλογο του Λάμπρου επειδή δαγκώνει τη φοράδα του Βασίλα. Σε λίγο μάζωξε ο αέρας κατέβασε ο Αντώνης το λουρί και σταμάτησε τ’ άλογα για να τα γυρίσουν. Έβγαλε το τσιόκο6  από τη θηλειά του μουλαριού και ο Δήμος έπιασε απόξω τη θηλειά τ’ αλόγου με τ’ ένα χέρι και με τ’ άλλο ακούμπησε στο καπούλι τ’ αλόγου και τα τράβηξε μέσα ενώ τ’ άλλα  βγαίνανε έξω σαλαχώντας,  «έλα – έλα , ντέ ,άλλαξε».
Γύρισαν κανονικά μεταβολή ήρθαντα έκω μέσα, περάσανε τον κόμπο στη θηλειά τ’ αλόγου και σαλαχώντας «άπλα – άπλα», «όϊ – Όϊ» άρχισαν να τρέχουν. Τα έξω πηλαλάνε γρηγορώτερα ενώ τά μέσα βαδίζουν σιγά – σιγά και τρώνε και κανένα αστάχυ απ τα χερόβολα. Ξαναπλώνει ο αέρας, ξαναμαζεύει, χωρίς να σταματήσουν την πηλάλα τ’ άλογα και τα ξαναλλάζουν. Με τις αλλαγές αυτές ανακατεύονται τα χερόβολα , λυόνται και αρχίζου να τρίβουν. Όλοι στο πόδι οι βαλμάδες με τα δυκριάνια στα χέρια. Τ’ άλογα σταματάναι όπως βρίσκονται και τρώνε. Οι βαλμάδες γυρίζουν τ’ αλώνι. Μισοί από μέσα και άλλοι μισοί απ’ έξω κάνουν ακτινωτά αυλάκια και αναποδογυρίζουν τα χερόβολα που πατουριάστηκαν. Μόλις τα τσιώσανε πήγανε και κάτσανε όλοι τους χάμω στα σκουτιά πούστρωσε η Γιώργαινα, για να κολατσίσουν τις ζεστές λαλατζίδες και δίπλες και να ευχηθούν με το μπουκάλι το ρακί (τσίπουρο) καλοφάγοτο.  Πήγε ο Δήμος να βαρέσει τ’ άλογα για να βγή κι ο άλλος να φάη «όϊ-Όϊ, για-για, πούνε-πούνε» αγουριέται και πηλαλάει με χορομπουλήματα πίσω από τ’ άλογα. Σε μια στιγμή όμως σιουράει, (σφυράει) κατεβάζει το λουρί και σταματάνε απότομα τα ζα την τρεχάλα γιατί ο Καράς του Σωτήρη κρέμασε πίσω για να κατουρίση.  Γυρίσανε τρία χέρια ακόμη τ’ αλώνι και κοντεύει γιόμα. Στον ίσκιο ου πρίνου είναι στρωμένα τα απλάδια και οι κουρελούδες κι απάνω η νοικοκυρά έχει βάλει τα φαγιά. Μια στερφοπτοβατίνα νερόβραστη με φλουσκούνι, τυρί τοτόυμίσιο, μια μπογάτσα και ψωμί ψιλοκρισαριστό καθάριο. Δύο τσίτσες κρασί και μια βαρέλα γεμάτη, σκεπασμένη στη ρίζα του πρίνου με την απλάδα.
Όλοι ολοτρόγυρα καθισμένοι σταυροπόδι τρώνε με όρεξη.  Ο Τζουλουχάς είναι ξαπλωμένος στον αγκώνα, ο Σιερμπέσης κάθεται στο σαμάρι και στη άλλη άκρη ο Κουσκουρής πιθώθηκε σε ένα κοτρώνι.  Τρώνε και πίνουν από το κόκκινο σπιθιριστό  κρασί  με την σειρά  όλοι από την τσίτσα και εύχονται: Εβίβα – στην υγειά σας – χίλια μόδια – χρόνια πολλά – εκατό μετερτίτσια – καλοφάγωτο κλπ.
Την ώρα κείνη πέρναγε από το δρόμο ο  Ν τ ο ύ σ ι α ς  από την Γ λ α ν ι τ σ ι ά και του φώναξαν και ήρθε να πάρη μεζέ και να πιή μια ποτηριά. Εμίλησαν κάτινου, αλλουνού βαλμά από τα παιδαρέλια να βαρέσει τ’ άλογα και βγήκε ο άλλος όξω για να φάει. Γυρίζουν τ’ αλώνι και τώρα έχει κόψει τάχερο. Χερόβολο δεν υπάρχει πιά. Μια τριχιά ακόμα βαρέσανε και τα βγάλανε τώρα το νταλαγιόμα να τα πάνε για πότισμα.
Τους βάλανε τις καπιστριάνε και ο Βασίλης βγάζει τ’  άγανα από το στόμα της φοράδας, ενώ ο Δήμος και ο Ζαφειράκος τρίβουν τις πλάτες και τα πόδια των αλόγων.
Στρώσανε κανά δυο  για να βάλουν τις βαρέλες για φρέσκο νερό, επειδή το πρωϊνό έγινε ζουμί από τον ήλιο. Ώσπου να γυρίσουν από το πότισμα, γυρίσανε πιο καλά τ’ αλώνι, κοντήνανε ένα τσιόκο τον κόμπο, γιατί μαζώχτηκε τ’ αλώνι και οι γυναίκες σαρώσανε με τα σρώματα από γλαντζινιές το γύρο τ’ αλωνιού. Κάτσανε στον ίσκιο, φωνάξανε και τους άλλους από το διπλανό αλώνι, στρίψανε το λαθραίο τους τσιγάρο και κουβεντιάζενε. Άμα γυρίσανε τα ζα τα βάλανε ξανά μέσα. «Πιο στρωτά τ’ άλογα φωνάζανε οι γέρο στα παιδιά που πηλαλάγανε πίσω τους. Η παλιοτσίλα του Βασίλα τσιότισε και τη βγάλανε όξω. Πρωτού κάτσουν για φαί τ’ απόγευμα βγάλαν τ’ άλογα με τις θηλιές όπως ήσαν σ’ ένα απάτζιο (υπήνεμο) κι άρχισαν να φτυαρίζουν. Ένας μπροστά με το δυκριάνι κι ο άλλος πίσω με το ξύλινο φτυάρι γυρίσανε το κυκλικό αυλάκι και προς τα μέσα σηκώνονται και το τελευταίο άτριφτο αστάχυ. « Τώρα μην τα πηλαλάτε, γιατί γλυστράνε στις πλάκες τ’ άλογα», παιδιά, λέι ο Μπάρμπα – Νάσιος. Πίσω από τις θεμονιές για ίσκιο και για να μην γεμίζει το φαί άχερα, έστρωσε η Γιώργαινα. Δυο κοκορόπλα με χιλοπίτες, μια τέσσα βραστογαλιά και ένας τέτζερης ξυνόγαλο είναι στην διάθεση των κουρασμένων βαλμάδων.
Ο ήλιος είναι ένα πεδούκλι ακόμα και το άχυρο έκοψε για καλά. Οι γεροντώτεροι όπως είναι ξαπλωμένοιτο ρίχνουν στο σιγοτραγούδησμα. Οι νεώτεροι πετάνε το γύρο μέσα και κάνουν διάφορα παιγνίδια στο κακόστρωτο μεταξύ τους. « Δυό τριχιές φέρτα ακόμα Βασίλη και όταν απλώσει ο αέρας βγάλτα όξω». Τα τρέχουν σιγανά για να μην βγούν ιδρωμένα και όταν άπλωσε ο αέρας όλοι τον έλυσαν, ξεμπούρλιασαν την κουλύρα από το στιχερό και τα τράβηξαν όξω.
Τους φορέσανε τις καπιστράνες , τους βγάλανε τις θηλιές, τα’ αφήσανε να κυλιστούνε και τα τρίβανε με δεματικά στις πλάτες και κάτω στα πόδια για να μην πιαστούν. Τους καθαρίσανε το στόμα από τα άγανα, τα στρώσανε όσα είχαν εκεί σαμάρι, τους βάλανε απάνω τα καπίστρια και τα ξεβγάλανε πέρα στις καλαμιές. Πιάσανε όλοι τα δυκριάνια και τα φτυάρια κι άρχισαν να μαζώνουν  τ’ αλώνι σωρό γύρω στο στοιχερό.  Ο καρπός είναι κατακαθισμένος και τα φτυάρια μπροστά και πίσω τα σαρώματα και οι σκούπες φτιαγμένες με αφαλαρίδες, καθαρίζουνε και το τελευταίο σπειρί.
Σαρώσανε πρώτα από την ανατολική μεριά.  Βάλανε στερνά τα ξύλα (δοκάρια) στην άκρη του σωρού, για να χωρίζουν τ’ άχερα από τον καρπό και συνεχίσανε να μαζεύουν τ’ αλώνι λιχνίζοντας κι όλας, μια και φύσαγε νοτιάς. Με το πέσιμο του ήλιου τσιώσανε το  μάζωμα. Τινάξανε τα παπούτσια τους από τ’ άχερα και τον καρπό, ξεσκονίσανε τα πουκάμισά τους, ντυθήκανε, ρίξανε τις μπόλκες  απάνω του και, αφού χαιρετίσανε τους νοικοκυραίους τραβήξανε για το χωριό.
1/ Στιχερός είναι ένα ξύλινο στρογγυλό καντρώνι από ατόφιο δέντρο δυο μέτρα περίπου, μπηγμένο στο κέντρο του αλωνιού πολύ στέρεα.
2/ Δυκριάνι είναι ένα είδος τρίενας από πουρνάρι ή νιτσιά με τρία παρχάλια γυριστά στην άκρη σαν πυρούνι.
3/ Αέρας είναι ένα κομμάτι σχοινί έως τρία μέτρα, πούναι δεμένο η μια άκρη στην κουλούρα και η άλλη στο στιχερό.
4/ Κόμπος είναι ένα διπλό σχοινί δεμένο στην κουλούρα και στην άλλη άκρη έχει τον τσιόκο.
5/ Κουλούρα είναι ένα ξύλο στεφάνι από λουμάκι πουρναρίσιο γυρισμένο στη φωτιά και καρφωμένο στις άκρες καλά.
6/ Τσιόκος είναι η άκρη του κόμπυ από καλαμιές λουριές για να κρατάει τις λαιμαριές των αλόγων σαν το κουμπί που μπαίνει στην κουμπότρυπα.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου