Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΣΤΑΝΗ



Του Βαγγέλη Κ Χριστόπουλου

Κόντευαν  να ‘ρθουν  τα Χριστούγεννα.  Το μαρτυρούσε ο τσουχτερός αέρας  και η παγωνιά. Το άκουγες από γνωστούς και ξένους στις  συζητήσεις , το  έβλεπες από τις προετοιμασίες που οι άνθρωποι έκαναν, με τα ψώνια στα μαγαζιά  και το συγύρισμα των σπιτιών για να γιορτάσουν χαρούμενα. Οι ευχές πήγαιναν κι έρχονταν  «Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα».

__Πού   βλέπετε  τα  «καλά Χριστούγεννα» στην πόλη;  Έλεγε ο Θάνος ο Αυγίτης,  που  η φαντασία του πήγαινε σε κείνα τα Χριστούγεννα των παιδικών του χρόνων στο χωριό.
 Τότε άκουγε  τα μεσάνυχτα την καμπάνα, έβλεπε τα κρούσταλλα κρεμασμένα από τις στέγες, τα χιόνια να έχουν σκεπάσει το χωριό  και οι χωριανοί  μαζεμένοι  μέσα  στη στολισμένη εκκλησιά, με τα θυμιάματα να μοσχοβολούν και τον αναμμένο πολυέλαιο, με τις κατανυκτικές ψαλμωδίες και τους ψάλτες γλυκόφωνα να αναγγέλλουν:  «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει…»
 Έβλεπε το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι στο χωριό , στο πατρικό του σπίτι ,με τους δικούς του τριγύρω στο αναμμένο τζάκι. Με ένα μεγάλο ταψί γεμάτο μοσχοβολημένη οματιά, που είχε  ενδιάμεσα καλοψημένα κομμάτια από το γουρούνι, που κρεμόταν σφαγμένο και γδαρμένο στο πατερό.
 Αυτά ήταν γιορτινά Χριστούγεννα, αυτές ήταν γιορτινές ημέρες, που χαίρονταν η πλάση και οι άνθρωποι όλοι . Τότε σε αυτές τις γιορτές εύρισκες γεύση, εύρισκες μυρωδιές, εύρισκες χρώμα μα πολύ περισσότερο εύρισκες το χωριό σου, τους δικούς σου ανθρώπους.
Πόσες εικόνες δεν ήρθαν στο μυαλό του  Θάνου για κείνα τα Χριστούγεννα των παλιών χρόνων.  Παιδιά μικρά από το βράδυ της παραμονής συνεννοημένα, κάνανε παρέες και πρωί-πρωί λέγανε τα κάλαντα και φέρνανε στα σπίτια το μεγάλο μήνυμα της Γέννησης του Χριστού. Τα παιδιά τότε ζούσαν έντονα το  μεγάλο Γεγονός. Φαντάζονταν  τον Ιωσήφ δίπλα στην Παρθένο  Μαρία να κοιλοπονάει μέσα στην σπηλιά, δίπλα στο βόδι και το γαϊδουράκι και να γεννιέται ο Χριστός ! Τους αγγέλους να ανεβοκατεβαίνουν στην ασημένια σκάλα και να ψέλνουν χαρούμενα το «ωσαννά» και τους Μάγους με οδηγό το αστέρι να φτάνουν με δώρα στην Σπηλιά.
Τις λιγοστές φορές που ο Θάνος δεν μπορούσε να πάει στο χωριό να γιορτάσει με τους δικούς του, ο πατέρας του θύμιζε τα Χριστούγεννα και τον τρέλαινε με το τενεκεδένιο κουτί, γεμάτο τσιγαρίδα, που του έστελνε . Με το άνοιγμά του μοσκοβόλαγε το σπίτι  από τα μπαχαρικά που είχε μέσα, τις πορτοκαλόφλουδες και το εύγευστο χοιρινό  παστό κρέας. Σαν το θυμάται έλεγε: Τύφλα να έχουν  τα κρέατα της Αθήνας και τα χοιρινά της και οι γαλοπούλες της.
Όλα τούτα ερχόντουσαν  στο μυαλό του Θάνου του Αυγίτη και της γυναίκας του της Φωτεινής, και το αποφάσισαν, μετά από πολλά χρόνια, να κάνουν Χριστούγεννα στο χωριό και ας μην υπήρχαν  εκεί πλέον οι δικοί τους. 
Έφτασαν στο χωριό τρείς μέρες πριν  τα Χριστούγεννα. Την παραμονή από τα μεσάνυχτα χαρούμενη φασαρία ακούγεται στους δρόμους και στα σπίτια. Παιδιά χτυπούν τις πόρτες, οι νοικοκυραίοι ανοίγουν και άλλα μπαίνουν μέσα να ειπούν τα κάλαντα και άλλα βγαίνουν έξω μετρώντας τις δεκάρες και τα πενηνταράκια που πήραν . Έπαιρναν και άλλα φιλοδωρήματα από τους νοικοκυραίους και γέμιζαν τις τσέπες τους με μύγδαλα, καρύδια και σταφίδες. Από το κρύο τρέμανε και χουχουλίζανε τα  κατακόκκινα  χέρια τους.
Χτύπησαν και την πόρτα του Αυγίτη  και η γυναίκα του έτρεξε χαρούμενη να ανοίξει .
__Να τα ειπούμε;  της είπαν, και ορισμένα κοκκίνιζαν από ντροπή, διότι πρώτη φορά την έβλεπαν  στο χωριό και δεν την γνώριζαν.
__Να τα ειπείτε, τους  απάντησε χαρούμενη, σιγοντάροντας και κείνη με την φωνή της τις παιδικές φωνούλες για να κρατήσουν περισσότερη ώρα τα κάλαντα. Εκείνα άρχιζαν:
Καλήν ημέρα, άρχοντες , αν είναι ορισμός σας,
 Χριστού την Θεία Γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας,
Χριστός γεννάται σήμερα εν Βηθλεέμ τη πόλει,
Οι ουρανοί αγάλλονται χαίρει η κτίσης όλη…..
Είπαν για τους μάγους και τον Ηρώδη, και ζητούσαν για τον κόπο τους να τα φιλοδωρήσει ο σπιτονοικοκύρης.

Ο κύριος Αυγίτης, αφού πέρασε το γιορταστικό πρωϊνό με τα κάλαντα και με άλλες δουλειές, είχε σχεδιάσει με την γυναίκα του, αργά το απόγιομα, να πάνε στα κοντινά μαντριά του Γιώργη και του Γιάννη.
Του Γιώργη το μαντρί ήταν στην πλαγιά του λόφου σε απάγγειο μέρος καλά φυλαγμένο από αέρηδες. Ήταν κατάλληλο για τη διαχείμαση των γιδιών του και περιζήτητο χειμαδιό. Το άλλο μαντρί ήταν στο σύρραχο μιας βουνοκορφής που ξεκινούσε ύστερα  ένα  μικρό οροπέδιο, ο Βαλτεσινιώτικος κάμπος.
Τα κονάκια  τους με τα μαντριά ήταν κοντά -  κοντά το ένα με το άλλο, αντικριστά. Τους χώριζε μόνο ο δημόσιος δρόμος. Έτσι μπορούσαν να βοηθάει ο ένας τσοπάνος τον άλλον σε δύσκολες στιγμές.  Η γυναίκα του Γιώργη, η Ντίνα, μια χαρούμενη και ευχάριστη γυναίκα, βόηθαγε τον άντρα της, μα όταν της περίσσευε χρόνος πήγαινε και στο άλλο μαντρί να βοηθήσει και τον αδερφό της. Αλλά και η Κατερίνα δεν πήγαινε πίσω στα χαμόγελα και στην καλοσύνη και στην καλή καρδιά . Κοίταγε πρώτα να βοηθήσει τον μπατζανάκη και την κουνιάδα της και ύστερα να κάνει τις δουλειές στο δικό της μαντρί. Τι χαρούμενα ταίρια και τι πολύπλοκη συγγένεια!  Ο Γιάννης έχει γαμπρό τον Γιώργη, ο Γιώργης γυναίκα την αδερφή του Γιάννη , ο Γιάννης  έχει αδερφή την Ντίνα και η Ντίνα νύφη την Κατερίνα που ήταν γυναίκα του Γιάννη.
Τέλος πάντων!.....
Οι δυο γυναίκες όχι μόνο βόηθαγαν στις δουλειές, μα είχαν και το χάρισμα να κάνουν διαλόγους με τα ζωντανά τους, με τα πρόβατά τους, με τα γίδια τους, με τ΄αρνοκατσικά τους. Μιλάνε την γλώσσα των αρνιών και των γιδιών, κουβεντιάζουν μαζί, συμφωνούν και συνεννοούνται.
Οι δυο τους συχνά στέκονται στην είσοδο του καλυβιού τους, χωρίς να τις πάρουν είδηση οι άλλοι, που ζεσταίνονταν στο τζάκι . Ωστόσο ακούγανε με πόση χάρη ,με  θαυμάσιο και απίστευτο τρόπο μίλαγαν στα πράματά τους.
__Έλα μου δώ!  Έλα μου δώ! Φώναζε η κυρά Ντίνα.
 Έβαζε την τροφή στις κορύτες και καλούσε τα γίδια να έρθουν  να φάνε.  Εσύ μωρή Μούσικα, έλεγε σε μια γίδα της και την κοίταγε στα μάτια, γιατί δεν έρχεσαι να φας; Ύστερα από λίγο γλύκαινε την φωνή της και γινόταν τρυφερή και προστακτική και η γίδα της, η Μούσικα, καταλάβαινε και  κίναγε σιγά – σιγά και πήγαινε να φάει.
Αυτό κρατούσε αρκετή ώρα που παρακαλούσε τα γίδια της να φάνε και δεν έμενε καμιά γίδα ατάιστη και καμιά παραπονεμένη.

Θέλεις ο  ίσκιος του Θάνου Αυγίτη και της γυναίκας του, θέλεις το λίγο φως που έμπαινε μέσα στο καλύβι ήταν αιτία, που κατάλαβε  η Ντίνα την παρουσία τους. Γλύκανε τη φωνή της, όπως και στα γίδια της, και τους καλοδέχτηκε.
__Καλώς ήρθατε  στο καλύβι μας. Περάστε να κάτσετε, τους είπε.
__Καλώς σε βρήκαμε, Ντίνα. Μιας και ήταν  κοντά στο δρόμο το καλύβι ,σκεφτήκαμε να  ειπούμε σε εσένα πρώτα τα «χρόνια πολλά».
__Ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνετε. Μόλις τελείωσα το τάϊσμα, σε λίγο θα ετοιμαστώ να πάμε μαζί στο καλύβι του Γιάννη.
__Θα σε αφήκουμε να ετοιμαστείς. Εμείς τώρα θα πάμε και  θα σμίξουμε εκεί,  να τα ειπούμε όταν θα έρθεις.
__Ε!  Πηγαίνετε και σε λίγο ερχόμαστε με το Γιώργη.
Στο μαντρί της Κατερίνας γινόταν η ίδια ιστορία. Μίλαγε στα πρόβατά της με τρυφεράδα με αγάπη ,σαν να ήταν παιδιά της. Εκείνα την κοίταζαν, βέλαζαν πού και πού και υπάκουαν στις προσταγές της. Η Κατερίνα όταν  είδε τους ξένους να  ζυγώνουν με χαρά,  μα και απορημένη για την απρόσμενη επίσκεψη  τους ρώτησε:
__Πώς και μας θυμηθήκατε; Καλώς ορίσατε.
__Ήρθαμε για να σας ειπούμε τα κάλαντα, της απάντησαν γελώντας.


__Σε λίγο τελειώνω το τάισμα. Ανεβάτε τη σκάλα απάνω και μπείτε στην δεξιά πόρτα. Μέσα είναι το τζάκι αναμμένο να πυρωθείτε. Είναι και ο Γιάννης  εκεί. Τώρα που ήρθατε, θα τα ειπείτε και τα κάλαντα. Όπου και να ‘ναι  έρχομαι, θα έρθει και η κουνιάδα μου, η Ντίνα,  να φτιάξουμε καφέ να πιούμε.
__Ο Γιώργης δεν θα ‘ρθει; την ρώτησαν.
__Πώς!  θα ‘ρθει, τώρα που έμαθε ότι είστε εδώ. Κουβέντα θέλει ,αλλά πρώτα πρέπει να βυζάξει τα κατσίκια.
Το καλύβι του Γιάννη ήταν χωρισμένο σε μικρές αποθήκες για τις  ζωοτροφές, τον τσάρκο που έβαζε τα μεγαλωμένα αρνιά και σε έναν τεράστιο χώρο που τάιζε και κοιμόντουσαν  τα πρόβατά του.  Ανεβαίνοντας δέκα πέντε σκαλιά ήταν φτιαγμένος ο χώρος που καλοδεχόντουσαν και φιλοξενούσαν τους φίλους τους. Εκεί έτρωγαν  και κοιμόντουσαν . Ο Γιάννης είχε κούτσουρα αδερφωμένα στο τζάκι και έκαιγαν σαν σε καμίνι. Άκουσε την κουβέντα που είχανε με την Κατερίνα και για το καλοδέξιμο, χτύπησε πολλές φορές δυο μεγάλες μπουζούκες, που είχε κρεμασμένες στο πατερό. Στην συνέχεια χτύπησε μια αρμαθιά τροκάνια που είχε κρεμάσει στο άλλο πατερό.
Εκείνα έβγαζαν το δικό τους ήχο και καλωσόριζαν με τον δικό τους τρόπο. Ο Θάνος Αυγίτης και η γυναίκα του κάθισαν σε σκαμνιά κοντά στην φωτιά και σε λίγο ήρθαν η Κατερίνα  και η Ντίνα .
__ Μέχρι τώρα μιλάγατε με τα ζωντανά σας; Τις ρώτησε  ο Αυγίτης για να συνεχίσει την κουβέντα εκεί που την άφησε.
__Άμα τους μιλάς, σε ακούνε και σου απαντούν, είπε ο Γιάννης. Και πού να ιδείς τα γίδια με το Γιώργη, πώς κάνουν όταν φεύγει από κοντά τους.
__Δηλαδή τι κάνουν; Ρώτησε η κυρά Φωτεινή.
__Α! γυρίζουν τα κεφάλια τους προς την εξώπορτα που φεύγει. Βελάζουν , δείχνουν μια ανησυχία και τα μάτια τους είναι δακρυσμένα ,που δεν τον βλέπουν. Στη βοσκή που πηγαίνει μαζί τους στο ψηλό Τσιούμπι, στα Βατούλια, στου Λάλουκα, στην Τάρνοβα, πηγαίνει μπροστά αυτός , άλλοτε με τα πόδια κι άλλοτε καβάλα στο μουλάρι, αλλιώς δεν βόσκουν τα ζωντανά!  Ο Γιώργης που ερχόταν άκουσε την κουβέντα από την μισανοιγμένη πόρτα και φώναξε.
__Ε! Ε! Ε! Ελάτε μου δω!. Ελάτε μου δω! Σαν να είχε τα γίδια του μπροστά και συνέχισε την συζήτηση. Γνωρίζουν την φωνή μου και ξέρουν πότε τα μαλώνω, αν είμαι θυμωμένος, και πότε τα προσκαλώ κοντά μου. Μην κοιτάτε που δεν έχουν φωνή να μιλήσουν, όλα τα καταλαβαίνουν. Πριν λίγες ημέρες ένα κατσικάκι είχε χώσει το κεφάλι του σε δυο ξύλα και ήταν έτοιμο να φουρκιστεί. Η μάνα του δέκα φορές βέλαξε, ώσπου να την ακούσω  και να πλησιάσω. Όταν έσωσα το κατσικάκι της από βέβαιο πνιγμό, δεν έπαιρνε το βλέμμα της από πάνω  μου.
__Αλήθεια δεν θα  ειπείτε τα κάλαντα; Ρώτησε η Κατερίνα .
Χωρίς άλλη συζήτηση ξεκίνησαν:

Καλήν εσπέραν άρχοντες
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την Θεία Γέννηση
να πω στ’ αρχοντικό σας.

……..Δώστε και μάς τον κόκορα
 Δώστε μας και μια κόττα
 Δώστε μας και πέντε- εξ αυγά
 Να πάμε σε άλλη πόρτα….

Γελάσανε όλοι, ευχήθηκαν «και του χρόνου» και στρώθηκαν στην συζήτηση για τις αναμνήσεις, που ο κάθε ένας είχε για αυτές τις γιορτές. Η Κατερίνα εξηγούσε ότι η Οματιά γινόταν από καλοδιαλεγμένο χοντρό σιτάρι που βράζανε. Ρίχνανε μέσα σταφίδες, πορτοκαλόφλουδες ψιλοκομμένες και κανελλογαρύφαλα. Αλέθανε κρέας χοιρινό ή το ψιλοκόβανε με το σκεπάρνι σε ένα κούτσουρο και όλα μαζί τα ανακατεύανε και μ’ αυτά γέμιζαν τα έντερα του γουρουνιού και τα ψένανε. Άλλο πράμα! Φτούραγε το φαϊ , χόρταινε και αρταινόταν ο κόσμος τότε.
__Εμένα μολόγαγε η γιαγιά μου, είπε η Ντίνα, τέτοιες ημέρες οι νοικοκυρές ψιλοκοσκινίζανε αλεύρι και ζυμώνανε τα Χριστόψωμα και τα κουλούρια.  Το κρησαρισμένο αλεύρι με την ψιλή κρησάρα το ανακατώνανε με ζάχαρη, βάζανε μέσα και στουμπισμένα μπαχαρικά. Το μίγμα το γυροφέρνανε στο σκαφίδι με νερό και το ζυμώνανε. Όταν έσφιγγε το ζυμάρι το βάζανε στο ταψί και το πασπατεύανε και κάνανε πρωτότυπα και όμορφα κεντίδια απάνω του. Σήμερα φτιάνουμε το Χριστόψωμο, κάνουμε ένα σταυρό επάνω  με μύγδαλα και καρύδια και λίγα κεντίδια. Δεν κάνουμε όπως παλιά.
Τότε οι νοικοκυρές πλάθανε και κουλούρια και δίνανε στα παιδιά τους , στα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα, στα βαφτιστήρια  και σε άλλα χωριατόπαιδα. Σήμερα τα κουλούρια έρχονται έτοιμα από το Λεβίδι και τον Πύργο.

Το τζάκι ζέσταινε και σπίθες πετάγονταν μαζί με τον καπνό προς τα πάνω. Ο βοριάς φύσαγε μανιασμένα και τα πρόβατα κοιμώσανται και αναχάραζαν προφυλαγμένα από τον χιονιά.
Για μια στιγμή σταματήσανε να κουβεντιάζουν. Είχαν ώρα να ιδούν τον μολυβένιο  με τα σύννεφα ουρανό. Ο Γιάννης κοίταξε έξω από έναν φεγγίτη κατά του Μπαρδάλα το βουνό. Το μέρος, άγριο και γεμάτο πρίνια, φώταγε τώρα κάτασπρο!  Το χιόνι τους είχε πιάσει στον ύπνο  και συνέχιζε να ρίχνει κουρελούδες. Όλοι βγήκαν έξω να ιδούν. Κόντευε να φτάσει στο γόνατο.
__Πρέπει να φύγουμε, είπε η Φωτεινή και ο Θάνος. Την νύχτα θα χτυπήσει η καμπάνα. Απόψε είναι Χριστούγεννα, πρέπει να πάμε στην εκκλησία.
__Μην κουνιέστε απόψε, είπε η Κατερίνα. Δεν βγαίνετε να πάτε στο χωριό. Θα σας χώσει το χιόνι. Δεν το βλέπετε;
Περασμένη η ώρα, ο βοριάς βόγκαγε και αστροπελέκια πέφτανε στις απέναντι πλαγιές και φώτιζαν τον τόπο από κάθε θάμπωμα. Ο τόπος γύρω αχολογούσε ολόκληρος ,και ύστερα από τα αστραπόβροντα , σκοτάδι πυκνό κάλυπτε τους ορίζοντες των βουνών .
Ακούστηκε το χτύπημα των τροκανιών και το βέλασμα προβάτων.
Ώχ ! είπε ο Γιάννης. Απόψε αρνιά θα γεννιούνται, και άρπαξε τη λάμπα που τους φώταγε να κατέβει  στο μαντρί.
Δυο αρνιά έφερε να τα ζεστάνει στη φωτιά να μην παγώσουν  και κάθε λίγο παίρνει τη λάμπα και κοιτάζει για άλλα νιογέννητα.
Ο Θάνος ο Αυγίτης και η Φωτεινή κάθονται στα σκαμνιά , χαϊδεύουν τα μικρά άκακα αρνάκια και τα προστάτευαν να μην πέσουν στην φωτιά ,   ρεμβάζοντας με   τη φωτιά και το τζάκι. Ο Γιάννης καθόταν στο μικρό τραπέζι, που ήταν στυλωμένο στην ξύλινη μισάντρα και έβαζε καπνό στο τσιγαρόχαρτό του. Οι δυο άλλες γυναίκες μισοετοίμαζαν  έναν παλιό σοφρά και διάλεγαν το τραπεζομάντηλο που θα στρώσουν. Κοίταγαν πόσες κούπες έχουν και μέτραγαν τα πιατικά τους για τον δείπνο που θα γινόταν. Πού και πού ανακάτωναν τον τέντζερη με το κριάς και τις λαχανίδες να μην πιάσει.
Αίφνης ακούσθηκε ο μεγάλος σκύλος, ο Μούργος, να γαυγίζει ασταμάτητα.
__Τι να είναι! αναρωτήθηκε η Κατερίνα. Και ο Γιάννης είπε αδιάφορα:
__Κάποια αλεπού θα είναι, και δεν έδωσε σημασία στο συμβάν να κοιτάξει προς τα έξω. Θα θέλει να κάνει Χριστούγεννα μαζί μας, της μύρισε σφάγιο, φαίνεται. Όμως και το δεύτερο σκυλί ορθώθηκε από την πόρτα του καλυβιού και όρμησε προς την ίδια κατεύθυνση με τον Μούργο, γαυγίζοντας.
__Χριστιανοί…! ακούστηκαν φωνές. Κρατάτε τα σκυλιά σας ,θα μας ξεσκίσουν. Και πέταγαν πέτρες , μία εκ των οποίων κτύπησε την είσοδο της καλύβας, που ήταν από ξύλο επενδυμένο με τσίγκο και έκανε μεγάλο πάταγο.
Ο Γιάννης κατάλαβε. Κάποιος ξένος, ή αγωγιάτης Βαλτεσινιώτης θα ήταν, που τον έπιασε ο χιονιάς και ήθελε να ξενυχτήσει το βράδυ στο καλύβι . Άστραψε δυο φορές και ο τόπος φώτισε τριγύρω και  από τον μικρό φεγγίτη του καλυβιού είδε μέσα στα χιόνια   δυο σκιές.
__Ερχόμαστε από της Κυράς το Γεφύρι, εφώναξαν. Τον τόπο δεν τον ξέρουμε και βραδιάσαμε, πηγαίνοντας για το Βαλτεσινίκο. Το χιόνι δεν μας αφήνει να προχωρήσουμε. Είδαμε φως και ήρθαμε προς τα δω να μας ανοίξετε να ξενυχτήσουμε. Αν είστε Χριστιανοί, ανοίχτε!...
Ο Γιάννης μάλωσε τα σκυλιά και κατέβηκε γρήγορα τη σκάλα να τους υποδεχτεί.
Ήταν ένας νέος που μίλαγε με αλλιώτικη προφορά , του τόπου του, και μια κοπέλα ξυλιασμένη από το κρύο του χιονιού και το ξεροβόρι.
Κατάλαβε ο Γιάννης ότι ήσαν Γύφτοι  αποκομμένοι από την φαμίλια τους. Άφησαν το ένα παραγώνι ελεύθερο να κάτσει ο νέος και η κοπέλα κοντά στην φωτιά.  Στο πόδι της κοπέλας ήταν ξεραμένα αίματα , τα ρούχα της λασπωμένα , υγρά και κολλημένα στις σάρκες της. Το πρόσωπό της ήταν ωχρό και έδειχνε σημάδια πόνου. Της έδωσαν ρούχα να αλλάξει. Η Ντίνα της χάρισε μια μπαλαρίνα δώρο της γιαγιάς της ,για την ψυχή της, και η Κατερίνα ένα μακρύ φουστάνι  και ένα ζευγάρι παπούτσια. Ο γύφτος έβγαλε την τσίτσα από το τράστο που είχε στον ώμο του με το κρασί και πρότεινε να πιούνε.
__Δεν είναι ώρα ακόμη, του είπε ο Γιώργης. Έχουμε καλό κρασί δικό μας, σε λίγο θα πιούμε όλοι μαζί.
__Να, πάρε χαρτί και στρίψε τσιγάρο, του είπε ο Γιάννης. Το πρόσωπο του γύφτου φωτίστηκε. Ποιος ξέρει πόσες ώρες είχε να καπνίσει. Δέχτηκε και τον καπνό και το τσιγάρο, που έφτιαξε, το κάπνιζε με πολύ ευχαρίστηση.
Οι δυο γυναίκες έκριναν την ώρα κατάλληλη. Η φωτιά ήταν πυροκόκκινη και η γωνιά είχε πολύ θρακόβολη για να ψήσουν.  Έφεραν σε ένα χαλκωματένιο ταψί  το συκώτι του γουρουνιού, που το είχαν σφάξει το πρωί και το  είχαν κρεμάσει σε μια γωνιά του μαντριού για να σιτέψει. Έφεραν και δυο κότες κομματιασμένες και κομμάτια κρέας. Τα  έριχναν  πάνω στα κάρβουνα για να ψηθούν. Ο γύφτος κάθε τόσο κοίταζε με ανυπομονησία τα κάρβουνα που ψήνονταν  οι κότες και το συκώτι και γέμιζαν το καλύβι μοσκοβολιά. Ο Γιάννης, όσο έβλεπε το γύφτο, σκεφτόταν και έλεγε μέσα του « Λες Γιάννη, να έχουμε φασαρίες με τον γύφτο;…» Έριχνε και καμιά κλεφτή ματιά στο ροδοκόκκινο από την πύρα μάγουλο της όμορφης γύφτισσας, που είχε συνέλθει και ένα ωραίο χαμόγελο άνθιζε στα χείλη της .
Το μικρό τραπεζάκι που στρώσανε άρχισε να γεμίζει  με όλα τα καλά του Θεού. Και του πουλιού το γάλα είχε πάνω. Το ψημένο συκώτι με τις  πεντανόστημες κότες στα κάρβουνα, τις λαχανίδες με το χοιρινό κρέας, τα τυριά με τις μυζήθρες και το φρεσκοψημένο χριστόψωμο, με τον μεγάλο σταυρό στην μέση. Όξω φύσαγε δυνατά και το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα. Μέσα το καλύβι όλο μοσκοβόλαγε και τα ποτήρια ήταν γεμάτα κόκκινο κρασί. Όλοι θα απολάμβαναν σε λίγο το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι τρισευχαριστημένοι.
Κάποια στιγμή ο αέρας σταμάτησε, τα πρόβατα βέλαζαν και ακούγονται  οι φωνές των νιογέννητων αρνιών . 
Τα σκυλιά και κείνα γαυγίζουν ως και τα ζα στο παχνί είναι ανήσυχα . 
Τότε κατάλαβαν  ότι ήταν η ώρα που  γεννήθηκε  ο Χριστός σηκώθηκαν όλοι και σταυροκοπήθηκαν ευλαβικά.....
Ο Γύφτος έβγαλε από το ζωνάρι του τη φλογέρα και όλοι μαζί έψαλαν τα κάλαντα.  Στη συνέχεια έψαλαν και « Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει»…  Τότε ο γύφτος έβγαλε από το τράστο ένα κομμάτι ψωμί και τυρί που ήταν τυλιγμένο σε μια λαδωμένη  εφημερίδα, έστρωσε το σακκούλι μπροστά του  και  έβαλε τα φαγώσιμα απάνω.
__Είστε φιλοξενούμενοι, του είπε η Κατερίνη, αυτά άστα εκεί που ήταν. Έλα, κάνε το σταυρό σου, όπως και μείς ,και Χρόνια πολλά.
Το φαγοπότι ξεκίνησε και όλοι μαζί καλοχαιρέταγαν και εύχονταν ο ένας στον άλλον «Χρόνια πολλά».
Ο Αυγίτης έφαγε και λαχανίδες με χοιρινό, που  είχε να φάει από τότε που ζούσε παιδί στο χωριό.
Ποιος το φανταζόταν τέτοιο ευλογημένο τραπέζι και τέτοια χριστιανική αγάπη των τσοπάνηδων!.

Τα Χριστούγεννα στη στάνη δεν τα ξέχασε ποτέ ο Θάνος και η Φωτεινή…


B GIRAKAS 18.12.2013

5 σχόλια:

  1. Καλό θα ήταν "Τα Χριστούγεννα στη Στάνη" να αποτύπωνε ή να πλησίαζε την πραγματικότητα.
    Πολύ νοσταλγικό, αλλά δύσκολο.
    Πάντως η θερμή υποδοχή των φιλόξενων τσοπάνηδων
    Το πυρωμένο τζάκι με τη θαλπωρή του
    Τα μοσχοβολημένα φαγητά με τα κρασιά τα κόκκινα
    Η όλη θερμή ατμόσφαιρα μες στο κονάκι
    Τη στιγμή που έξω αστροποβολά και χιονίζει με το βοριά να βογκάει
    Ειναι μια εικόνα μοναδική και στη μορφή και στο περιεχόμενο για
    τη βραδιά των Χριστουγέννων, καθότι δεν έλειψε και το βαθύτερο χριστιανικό
    νόημα, όπου αναδεικνύεται πολλές φορές στο κείμενο.
    Μπράβο βάγγέλη, που επιμένεις αθεράπευτα στα του χωριού μας και
    ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εγώ πάλι κρατάω την εικόνα με τα αρνάκια δίπλα στη γωνιά ναζεσταίνονται.
    Μου φαίνεται πως χθές ήταν που το είχα κάνει κι εγώ ο ίδιος.
    Χρονια πολλά και καλά σε όλους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Στο διήγημα διαπιστώνω μερικά υπαρκτά πρόσωπα, υπαρκτά μαντριά και υπαρκτές
    τοποθεσίες, ίσως υπαρκτός και ο καιρός και μερικές άλλες λεπτομέρειες. Κατά τα
    άλλα ο Βαγγέλης επιμένοντας στην τοπική παράδοση,μας αποκαλύπτει το πάθος του να
    την αναστήσει με κάθε τρόπο και να τη διατηρήσει.
    Η προσπάθεια ειναι επαινετή.
    Μπορεί μερικοί να μη θέλουν να γυρνάνε στα περασμένα γιατι τους θυμίζουν
    "οικεία κακά". Δύσκολα χρόνια πράγματι, αλλά, πώς να το κάνουμε, νοσταλγικά!
    Χρόνια πολλά πατριώτες...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Παλιά έρχονταν ο " αυγιτης" τωρα έρχεται ο " χρυσαυγιτης"............
    Χρόνια πολλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μη κακομελετάς, πατριώτη. Τέτοιο "φρούτο" στο χωριό,
    πιστεύω, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.
    Μια σκληρή πραγματικότητα υπάρχει εκεί κάτω σήμερα,
    και απελπίζομαι στη σκέψη ότι δεν υπάρχει αναστροφή.

    Εύχομαι σε όλους υγίεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή