Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ

ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ Κ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του 1950, μαθητής στο γυμνάσιο Δάφνης. Οι αποφάσεις του Συλλόγου των καθηγητών είναι αυστηρές . «Κυκλοφορία των μαθητών μέχρι τις εφτά η ώρα, πάντα με καπέλο, κουρεμένοι, ευγενείς με τον κόσμο και να χαιρετάμε τους καθηγητές μας».....

Ξεκίνησε η σχολική χρονιά με απόντα, για δεκαπέντε  ημέρες, τον καθηγητή των μαθηματικών. Δεν ξέραμε ποιος είναι και πότε θα ‘ρθει.
Οι δυο μεγαλέμποροι της κωμόπολης, είχαν μεταδώσει εγκαίρως με την εγγραφή  μας στο γυμνάσιο, ότι γνώριζαν  τον κύριο καθηγητή .
Εγώ ουδέποτε άκουσα να εκφέρουν το όνομά του και υπέθεσα, μάλλον προς  “άγραν πελατείας “ διέδιδαν τα πιο πάνω.
Έλεγαν και άλλα γι  αυτόν. « Πρόκειται περί εξαίρετου  καθηγητού, μορφωμένου και ότι γνώριζε το αντικείμενο των μαθηματικών περισσότερο από κάθε άλλον, που είχε περάσει από το γυμνάσιο». Επίσης έλεγαν ότι  από ατυχία δεν έγινε καθηγητής Πανεπιστημίου και ότι ήταν αυστηρός!   Διακινούσαν  και άλλες ψευδολογίες παντός τύπου Όλοι οι μαθητές, ως συνήθως,  φοβόμαστε τα μαθηματικά!   Και,  ψυχολογικά, αισθανόμαστε την ανάγκη να γίνουμε πελάτες των εμπόρων!    Το  «μέσον»   βλέπεις…
Θα ήταν τέλη Σεπτέμβρη όταν μας τον σύστησε ο κος Γυμνασιάρχης στο χώρο συγκέντρωσης των μαθητών.  Ύστερα πήρε ο ίδιος  το  λόγο  και μας είπε:  « Αγαπηθά μου παιβιά,  καλημέα . Ελπίζω να έχουμε καβή συνεγασία και  ποσπάθεια έκ μέους σας , για να γίνετε  καβοί μαθητές . Εγώ θα καταβάω κάθε δυνατή ποσπάθεια για τη  μόφωσή σας και την πόοδό σας.   Περιθότερα θα  ειπούμε στις αίθουσες διδαθκαίας  κι εκεί θα γνωισθούμε καθύτεα».  Εις την  αίθουσα διδασκαλίας  εισήλθε τελευταίος των καθηγητών και μας έκανε εντύπωση η ζωηρότητα και η μορφή των κινήσεών του.
Ήταν μεσόκοπος, ψηλός, γεροδεμένος, ξανθοπρόσωπος, με λίγα μαλλιά στο κεφάλι. Θυμάμαι, φόραγε κουστούμι, ήταν χαρούμενος και είχε το αριστερό χέρι  μέσα  στην αντίστοιχη  τσέπη  του σακακιού του.
Στην αίθουσα που μπήκε επικρατούσε άκρα ησυχία, σηκωθήκαμε από τα θρανία αποδίδοντας έτσι τον προσήκοντα σεβασμό, δεχόμενοι τον χαιρετισμό του.
Σ τα μάτια του διαγράφεται μια λάμψη καλοσύνης,  μια ευθυμία,  μια αθωότητα μικρού παιδιού.
__Καθίστε. Να συστηθούμε.  Με λένε Αντώνη. Αντώνη Χατζόπουλο και μαζί θα
κάνουμε Μαθηματικά, Φυσική, Γεωμετρία.  Παιβιά μου (παιδιά), θέλω προσοχή στο μάθημα και συνεργασία και μην το κάνετε σαν τις Σαμιώτισσες.
__Τί έγινε με τις Σαμιώτισσες;   Ρωτήσαμε τα τριάντα δύο αγόρια και τα τριάντα οκτώ κορίτσια της τάξης .
__Είχαμε μάθημα, που λέτε, φυσική ιστορία, για τη γάτα.
Ε!  παιβιά μου,  παρακάλεσα να μου φέρουν μια γάτα για το μάθημα.
Την άλλη μέρα τι να ιδώ!   Σαβάντα  (σαράντα) κοβίτσια (κορίτσια),  σαράντα γάτες!..
Για τον ιδιαίτερο  καθηγητή μας, αξιότιμο κύριο Αντώνη,  διαπιστώσαμε με τ’ αυτιά μας την ανεξάντλητη  πολυμάθειά του. Ψευδίζοντας τα Ελληνικά φάνταζε γνώστης δύο και τριών ξένων γλωσσών.
__Παιδί μου, πώς λέγεσαι εσύ;
__Ποιός, εγώ ; Ρωτάει ο μαθητής.
__Όχι εσύ παιδί μου. Ο άλλος δίπλα.
__Εγώ κύριε;
__Ναι εσύ παιδί μου, που κάνεις την σιγανοπαπαδιά.
__Παπαθεοδώρου Σωτήριος.
__Παπά παιδί είναι, κύριε καθηγητά. Φώναξα δυνατά.
__Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι , λένε. Αλλά εσύ δεν είσαι…..
Για σήκω, παιδί μου, μην χάνουμε την ώρα, να κάνουμε λίγο μάθημα.  Γράψε:  τία τοιούτα. (τρία τέταρτα) ...Γράψε, παιβί μου, σου είπα.
__Τι να γράψω, κύριε καθηγητά;  Δεν την έχω ακούσει αυτή τη λέξη! . Ώσπου να συνεννοηθούμε για τις λέξεις με τον κύριο Αντώνη, χτύπησε το κουδούνι και βγήκαμε γελώντας εκτός αιθούσης.
Τελειώνοντας το διάλειμμα επανήλθαμε στην αίθουσα.
__Παιδιά μου, μου είπαν ότι η τάξη σας  έχει τα καλύτερα παιδιά και τις πιο όμορφες κοπέλες του γυμνασίου. Και  γι αυτό κι εγώ θα καταβάλω προσπάθεια να γίνετε  καλοί στα μαθηματικά.
Βε παιδί μου εσύ  κάτσε ευθυτενής. Δεν ακούς;
__Ποιός, εγώ  κύριε;
__Εσύ!  Κάτσε ευθυτενής σε παρακαλώ.
 Στον Κούνα,  μαθητή του πρώτου θρανίου, φώναζε:
__  Μη χτυπάς τα πόδια σου, παιδί μου.
__Μα δεν τα χτυπώ , κύριε καθηγητά.
__Δεν μου λες,  είσαι βλάκας, παιδί μου; 
Ο Κούνας μάλλον δεν άκουσε  και απάντησε.
__Μάλιστα κύριε!
__Μου φαίνεται ότι είσαι για δέσιμο.
 Θύελλα γέλιου ξέσπασε από το στήθος μου.  Κάποιος φώναξε.
__Για δέσιμο είναι,  και ακράτητα γέλια σηκώθηκαν από μέσα μας , εμένα,  του Κούνα, του Σιέττου, του Λάππα και όλων.  Μια ματιά γύρω. Όλων τα μάτια γελούσαν. Άλλοι μειδιούσαν , γιατί το μάτι του κύριου  Αντώνη μας, ήταν επάνω τους. Άλλοι δάγκωναν τα χείλη  να μην γελάσουν και άλλοι άφηναν τον εαυτόν τους ελεύθερον και ξέσπαγαν σε τρανταχτά  γέλια.
__Είπαμε παιδιά  μου, να γελάτε, αλλά όχι και έτσι!
Γύρισε παιδί μου προς τα δω.  Εσύ παιδί μου.
__Ποιός, εγώ κύριε;
__Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!  Εσύ παιβάκι μου, που με κοιτάς και γελάς. Εσύ που γελάς παιβάκι μου, στρίψε προς το μάθημα το κορμί σου….. Τώρα συνεννοηθήκαμε.
Αν εξακολουθείς ν’ ασεβείς θα σε βγάλω έξω.
 Τι ήτανε να μιλήσει; Όλη η τάξη ήταν παράλυτη  από τα γέλια.
__ Γελάτε παλιοτόμαρα, φώναξε, γελάτε!  Και συνέχιζε να ερεθίζει την τάξη για γέλια, για ξεσπάσματα, για γκριμάτσες αλλόκοτες  μέχρι που μας έπιασε  όλους πονόκοιλος! 
__ Μη  χάνετε τον καιρό σας στα γέλια. Έχουμε και μάθημα.
 Έλεγε, και περίμενε μπας και σταματήσουμε. Γέλια, πολλά γέλια ξέσπασαν και ήταν αδύνατον  πια να κρατηθούμε και να γίνει μάθημα.
  
Κάθε  πρωί άφηνε το ενοικιασμένο δωμάτιο  του  κ.  Φωτόπουλου και, περπατώντας με ίσιο κορμί , έπαιρνε τον κεντρικό δρόμο για το γυμνάσιο.
Στο ένα χέρι κρατούσε μια  φθαρμένη δερμάτινη τσάντα.  Το άλλο χέρι το   κούναγε πέρα δώθε σαν σε παρέλαση.
Το χειμώνα φορούσε μακρύ επανωφόρι και σε τακτά διαστήματα σταμάταγε. Έκανε  παρατήρηση στους διαβάτες που ακολουθούσαν τον δρόμο προς το γυμνάσιο. Για τους νέους θεωρούσε ότι ήταν μαθητές .
Δεν δίσταζε να σταματά ορισμένους και να τους δείχνει το ορθό και χωρίς θόρυβο βάδισμα.
Ενοχλείτο και με το μικρότερο  θόρυβο  που γινόταν με τα παπούτσια στο δρόμο. Σκόρπια, άδεια γαλοκούτια , εδώ κι εκεί παρασύρονταν με τα πόδια άλλοτε εσκεμμένα, άλλοτε τυχαία και γίνονταν ομηρικές μάχες  ώσπου ο κύριος Αντώνης να φθάσει στο γυμνάσιο.
__Σας παρακαλώ παιδιά  μου, μη βροντάτε, έλεγε στους προπορευόμενους και  σ΄ αυτούς που ακολουθούσαν. Φοβέριζε με τιμωρίες , χωρίς να γνωρίζει ονόματα  μαθητών ή άλλων διαβατών.
Κάποιον τσοπάνη, καβάλα στο μουλάρι του,  φοβέριζε να τον πάει στην αστυνομία , γιατί η τέσσα με το δοχείο του γάλατος, φορτωμένα μονόπλευρα στο ζω  του, χτύπαγαν και ο ενοχλητικός θόρυβος ερέθιζε τον κύριο καθηγητή μας!. 
__Μου φαίνεται, φίλε, σκόπιμα το κάνεις και θα σε καταγγείλω στην αστυνομία , αν επαναληφθεί.
 « Γέλα βρε κακόμοιρε! Γέλα, που δεν δείχνεις σεβασμό στον καθηγητή » ήταν μια φράση που συχνά επαναλάμβανε….

Μέσα στην αίθουσα, εντελώς τυχαία, σταμάτησε μπροστά στο θρανίο μου. Το βλέμμα του έπεσε σε κάτι ορνιθοσκαλίσματα και σε  μια ζωγραφική που μου έδωσε ο συμμαθητής μου Σφυρής Βασίλειος, που καθόταν δίπλα μου. Σ αυτόν την είχε δώσει ο Καράς Αναστάσιος του απέναντι θρανίου.
Η ζωγραφική είχε κάνει το γύρω της τάξης και φαίνεται την είδαν και ορισμένες από τις συμμαθήτριες, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του, τα υπονοούμενα που έλεγαν και τα  χασκόγελα που έκαναν.
Ο  κος Αντώνης αποσβολωμένος, πήρε στα χέρια του την ζωγραφική, την κοίταξε και μου είπε κοφτά:
__Στο τέλος να μείνεις εδώ, σε θέλω.
  Η ζωγραφική έδειχνε τη   γύμνια του Αδάμ και  τ΄ απόκρυφα του… Απόλλωνα  και μια γραμμή με  ένα βέλος προς τα  κεί , έδειχνε γραμμένη  την λέξη « φαλός»!
__Πως σε λένε, παιβί μου;
__Κλωτσοσκούφη Γεώργιο, κύριε καθηγητά.
__Έξω από δω αλάνι! που  τόλμησες να γελάσεις τον καθηγητή σου και να περιφέρεις άθλιες εικόνες μέσα στην τάξη . Να έρθεις στο διάλειμμα στο γραφείο  των καθηγητών!
Λίγο αργότερα:
__Κύριε Γυμνασιάρχα αυτό το παλιοτόμαρο, ο Κλωτσοσκούφης, φέρθηκε απρεπώς στην τάξη και στον κύριο καθηγητή του. Απαιτώ την τιμωρία του.
__Μα, τι σας έκανε κύριε συνάδελφε;  Δεν μας εξηγείτε το λόγο που θέλετε την τιμωρία του!
__Να με συγχωρέσει η κυρία Θεολόγος, να μην κοιτάξει εδώ για λίγο. Και βγάζει  από την τσέπη του σακακιού του μια τσαλακωμένη κόλα χαρτί .
__Η κυρία Θεολόγος, με την ψήφo της, πρέπει να πάρει θέση στο προκείμενο θέμα, είπε  ο φιλόλογος,  και πρέπει να ξέρει. Καλά είναι να πληροφορηθεί και δια των οφθαλμών της το θέμα, και χαμογέλασε πονηρά.
__Μα ποιος είναι αυτός ο… Κλωτσοσκούφης  που αναστατώνει το γυμνάσιο ;  είπε ο γυμνασιάρχης. Φωνάχτε τον να έρθει στο γραφείο. 
__Κλωτσοσκούφης …..στο γραφείο. Σε θέλει ο γυμνασιάρχης. Εισέρχεται στο γραφείο.
__Εσύ είσαι ο..Κλωτσοσκούφης;
__Μάλιστα, κύριε γυμνασιάρχα.
__Κύριε γυμνασιάρχα δεν είναι αυτός.
__Εγώ είμαι κύριε γυμνασιάρχα. Ο Κλωτσοσκούφης  Γεώργιος.
__Δεν είναι αυτός κύριε γυμνασιάρχα, άλλος είναι και την έσκασε. Θα τον βρω  στην τάξη και θα τον φέρω από το αφτί εδώ.
__Καλά παιδί μου, πήγαινε, του είπε ο γυμνασιάρχης.
Σε λίγο με είχε πιάσει από τ’ αφτί και  μ’ έφερε συνοδεία στο Σύλλογο των καθηγητών.
__Πως λέγεσαι  βρε;   παλιοτόμαρο που τόλμησες να μου ειπείς και ψέματα μετά από όσα έκανες στην τάξη .
__Χριστόπουλος Βαγγέλης,  λέγομαι .                                                               Η ανάκριση των καθηγητών δεν έριξε ευθύνη  καμία σε  άλλον συμμαθητή . Τη  φορτώθηκα μόνος μου, όπως και την ποινή που καταλάβαινα θα μούριχναν.
Αργά το μεσημέρι οι καθηγητές  αποφάσισαν την πενθήμερη αποβολή μου  χωρίς αναστολή και με περιοριστικούς όρους: « Να πάω  στο χωριό μου, να φύγω  από την κωμόπολη και να γυρίσω  στο γυμνάσιο με τον κηδεμόνα μου»!.
Τον χειρότερο μπελά που αντιμετώπισα!  Άιντε τώρα να δώσεις εξηγήσεις   στον κυρ Ντίνο, τον πατέρα μου, και να σε δέρνουν και να σε ελέγχουν τα σχόλια των πατριωτών….

Την άλλη  μέρα το πρωί, στο χώρο συγκέντρωσης των μαθητών,
 με φώναξε ο εκτελών χρέη γυμνασιάρχου, καθηγητής μαθηματικών, κύριος Αντώνης:
 __Χριστόπουλος Βαγγέλης.
__Παρών, φώναξα. Σήκωσα το χέρι ψηλά για να ιδεί που βρίσκομαι και πλησίασα στη μεγάλη σκάλα της εισόδου του γυμνασίου, σύμφωνα με την υπόδειξή του.
Αυτά έγιναν στο προαύλιο χώρο του γυμνασίου μπροστά σε τριακόσια εξήντα σχολιαρόπαιδα, μόλις τελείωσε η προσευχή.
__ Πενθήμερος αποβολή, μου είπε. Πάρε τα βιβλία σου και πήγαινε στο σπίτι σου.
  Είχε γουρλώσει τα μάτια του, είχε υψώσει την φωνή του και όπως με είχε προειδοποιήσει, αλλού… περίμενα να με στείλει. Η ποινή αυτή ήταν, λέει, απόφαση του Συλλόγου των καθηγητών.
Όλα ξεκίνησαν από τον κύριο Αντώνη τoν μαθηματικό. « Για να μην του πάρουμε τον αέρα και χαλάσουμε το γυμνάσιο», όπως έλεγαν.
Στην αίθουσα, στο τέλος του μαθήματος, ο καθηγητής μου, μού το είχε ειπεί  ιδιαιτέρως.
« θα σε διώξω γιδοξούρι και θα σε στείλω στο διάολο από δω μέσα» .  Το είπε και το έκανε! Με τιμώρησε βέβαια όπως μου άξιζε. Για το λόγο αυτό αναζητώ συχνά στην μνήμη μου τον κύριο Αντώνη, τον Καθηγητή μου.

__Παιβιά, κάποιος άθλιος απ΄ έξω μας ενοχλεί και δεν αφήνει να κάνουμε μάθημα. Αν θα τον πιάσω, θα τον τιμωρήσω.
 Το δροσερό αεράκι  κινούσε ελαφρώς το παράθυρο με το τζάμι. Οι ακτίνες του ήλιου αντανακλώνταν  και έπεφταν  πάνω στον πίνακα και δημιουργούσαν σύγχυση στον κύριο καθηγητή μας, που έγγραφε και έσβηνε στον πίνακα.  Αυτός ήταν ο άθλιος μαθητής!.  Αυτό όμως με την υπόδειξή του, την φαντασία του, κάποια στιγμή  έγινε και πραγματικότητα.
__Παιδιά, ησυχία.  Είμαι κουρασμένος, καθίστε λίγο ήσυχα. Άρχισε να τρέμει. Έστρεψε προς εμάς το ικετευτικό βλέμμα του και, αλήθεια, τον λυπηθήκαμε. Ποιος ξέρει τι τον βασάνιζε! Ποιος ξέρει τι ταξίδια έκανε. Εμείς …εμείς,  μαθητές χωρίς έννοιες και σκοτούρες, κάναμε χοντρές   πλάκες και επιδείξεις στις συμμαθήτριές μας.
Σηκώθηκε  και έκανε μια βόλτα στο διάδρομο που ήταν η πτέρυγα των κοριτσιών. Στο τέλος του διαδρόμου, στο τελευταίο θρανίο, καθόταν η Πηγή Λεβέντη, δυο μέτρα κοπέλα, ψηλή όμορφη και δίπλα της η Μάχη Δημητρακοπούλου, ψιλή κι αυτή αλλά και χοντρή.
Ήσαν αχώριστες φίλες και κόντευαν να πάρουν σύνταξη, τρία χρόνια στην ίδια τάξη!.
__Τι διαβάζεις εκεί κοβίτσι μου;  Ρώτησε  την Πηγή.
__Τίποτα κύριε καθηγητά. Το βιβλίο της Ιστορίας είναι.
__Φέρτο  παιβάκι μου να το ιδώ.  Φέρτο σε παρακαλώ να ιδούμε τι γράφει επάνω.
 Απλώνει το χέρι του και παίρνει το βιβλίο.
__ Παιδί μου, αυτό γράφει  ο Ρωμαίος και  η Ιουλιέτα!   Είναι ανεπίτρεπτο να κυκλοφορεί  προκλητικό και ερωτικό βιβλίο εδώ μέσα στην τάξη.
__Μου το ‘δωσαν στο διάλειμμα, κύριε καθηγητά, να το δώσω σε μια γειτόνισσά μου.
__Φαίνεται ότι ετοιμάζεται για γάμο η γειτόνισσά σου κι  όπως δείχνει  και συ δεν πας πίσω…  Εσύ κοβίτσι μου;  ρωτά την Μάχη, το διάβασες;
__Όχι κύριε καθηγητά, απάντησε γελώντας. Εγώ δεν διαβάζω τέτοια βιβλία .
__Για σήκω στον πίνακα να λύσεις την άσκηση που σας έβαλα  χτες, δεσποινίς Μάχη, της είπε.  Η Μάχη σηκώθηκε αργά- αργά  και η πλεξίδα των μαλλιών της γέμιζε την πλάτη της.
Γράψε παιβί μου, ένα ορθογώνιο τρίγωνο και πες μου τον κανόνα με τι ισούται  η υποτείνουσα.
__Δεν το ξέρω αυτό, κύριε καθηγητά.
__Βρε κοβίτσι μου, δυο ημέρες το λέμε συνέχεια, σκέψου και λίγο.   Μην περιδρομιάζεις πολύ! Όλο το φαϊ  κατεβαίνει στην κοιλιά,  δεν καταλαβαίνεις . Κάνε λίγο κράτη.
Αισθάνομαι ότι δεν αντέχω να κρατηθώ άλλο και είμαι έτοιμος να ξεκαρδιστώ στα γέλια. Η Μάχη, γυρίζοντας αντίθετα από την έδρα να μην την βλέπει ο καθηγητής:
__Χι, Χι, Χι, Χι, ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Και κείνος, νομίζοντας πως κλαίει:
__Εγώ κοβίτσι μου, έτσι το είπα. Δεν ήθελα να σε προσβάλω.
 Τότε ήταν που τα δάκρυα από τα γέλια τρέχανε  ασταμάτητα.
__ Κάτσε στη θέση σου μην πάθεις τίποτε, παιβί μου και δεν έχω όρεξη. Την άσκηση θα τη λύση η Πηγή.
__Είμαι άρρωστη κύριε καθηγητά , ζαλίζουμε.
Πήγε στο θρανίο της και κάθισε, ενώ οι λυγμοί του γέλιου συνέχιζαν πιο έντονα! Γέλαγε η Μάχη και συγχρόνως  γέλαγε και η Πηγή Λεβέντη.
__Α! βε  παιβάκι μου, καθίστε εκεί που είστε. Θα τα μάθετε του χρόνου. Εσείς είστε κοβίτσια της παντρειάς, δε ντρέπεστε να έρχεστε στο μάθημα αδιάβαστες;
Εσένα Λεβέντη, τι να σου ειπώ. Το λέει το όνομά σου. Παντρέψου κανένα λεβέντη μην χάνεις το χρόνο σου εδώ, τουλάχιστον κάτι να μάθεις  από τον γάμο. Ούτε με σένα Ανδρομάχη, που έχεις και ιστορικό όνομα , μπορώ να τα βάλω, καθίστε και οι δυο να πάρετε  σύνταξη. Αντί να βάλετε  λίγο μυαλό και οι δυο σας,  παίρνετε μόνο ύψος. Μπράβο!  κοβίτσια  που έχω στην τάξη για προκοπή!...

Την άλλη ημέρα μπήκε στην αίθουσα όπως πάντα ανήσυχος.
Έφτιαξε μόνος του ένα τρίγωνο στον πίνακα. Απομακρύνθηκε  λίγο να ιδεί το σχέδιο και έμεινε αρκετά ικανοποιημένος.
 Ανέβηκε  στην έδρα και άνοιξε τον κατάλογο του μαθητολογίου και διάβασε: Παπαθεοδώρου Σωτήριος.
__Εγώ είμαι, κύριε καθηγητά.
__Σήκω παπαδοπαίδι στον πίνακα.
__Πες μου παιδί μου, τι είναι ορθογώνιο τρίγωνο και τον κανόνα του Πυθαγορείου Θεωρήματος.
__Ορθογώνιο τρίγωνο είναι αυτό που έχει τρείς πλευρές.

__Όχι βρε παιβάκι μου. Δέκα φορές το έχουμε ειπεί.
__Αυτό που έχει τρείς γωνίες.
__Όχι βρε παιβάκι μου. Το λέει η λέξη. Το τρίγωνο που έχει τρείς γωνίες και η μία είναι ορθή. Μα απορώ στα Λαγκάδια που πήγαινες δεν έμαθες τίποτε  πέρσι;  Το κατάλαβες τώρα πιο τρίγωνο λέμε ορθογώνιο;
__Το κατάλαβα, κύριε καθηγητά.
__Για πες το μόνος σου τώρα.
__Ορθογώνιο είναι το τρίγωνο που έχει τρείς γωνίες και…….
__Άϊντε βρε παιβάκι μου, θα με σκάσεις. Και η μία γωνία είναι ορθή. Τώρα να ειπείς το Πυθαγώρειο Θεώρημα, με τι ισούται η υποτείνουσα.
__Η υποτείνουσα ισούται με τις δυο άλλες πλευρές….
__Θα σε βοηθήσω , θα το λέω εγώ πρώτα και ύστερα εσύ.  Το τετράγωνο της υποτεινούσης ενός ορθογωνίου τριγώνου. Πέστο και σύ.  …… Ίσούται με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο κάθετων πλευρών.
__Μ……
Άϊντε βρε παιβάκι μου, θα με σκάσεις εσύ. Ήτανε να σου βάλω ένα αλλά κάτι βοήθησες και θα σου βάλω τέσσερα.  Δεν είπες και τίποτε. Είσαι ευχαριστημένος;
__Είμαι κύριε καθηγητά και πάρα είμαι,  του είπε γελώντας.
__Γιά σήκω στο μάθημα, εσύ που γελάς και κάθεσαι μπροστά-μπροστά στο θρανίο. Να ιδώ με τον καθηγητή σου γελάς;  Πώς σε λένε παιβάκι μου;
__Σιέττο, κύριε καθηγητά.
__Έχω πολλούς Σιετταίους γραμμένους στον κατάλογο. Πες μου όλα τα  στοιχεία σου να καταλάβω, μην κάνουμε κανένα λάθος.
__Σιέττος Γεώργιος του Ιωάννου από  Ξυροκαρύταινα Γορτυνίας .  
__Για σήκω, παιδί μου επάνω. Ξέρεις μάθημα; Έχεις  διαβάσει;
__Έχω κύριε καθηγητά.
__Και γιατί δεν πίνεις λίγο γάλα να ψηλώσεις , να φτάνεις και να σβήνεις τον πίνακα ψηλά!
__Δεν έχει γίδια ο πατέρας μου, πού να βρω το γάλα;
 Η τάξη γέλαγε όλη και ο Σιέττος  ακολούθησε  στο γέλιο.
__Συνεχίζεις να γελάς παλιοτόμαρο! Τώρα θα ιδείς.
 Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μαθητών αγρίεψε και τον έκανε τόπι στο ξύλο!
__Άμα θες ξαναγέλα αλήτη και τα λέμε. Κάτσε στη θέση σου τώρα, και να μη σε ιδώ, να κοροϊδεύεις τον καθηγητή σου.
Δεν πρόφθασε να καθίσει στη θέση του και νέο ξέσπασμα γέλιου του ‘ρθε μέσα από την καρδιά του. Γέλαγε γιατί γέλαγαν οι διπλανοί του, για το άδικο ξύλο που έφαγε, για τις γκριμάτσες του κου Καθηγητή, ποιος ξέρει!
__Τώρα θα σου ειπώ, για να μάθεις, του  φώναξε ο  κύριος  καθηγητής και προτού αποσώσει την φράση του, του τράβηξε ένα φοβερό χαστούκι στο μάγουλο!  Έκανε  να  αντιδράσει ο Σιέττος και  φράπ  ένα δεύτερο,  το έφαγε από το άλλο μάγουλο.Κι αμέσως…
Το ένα χαστούκι διαδεχόταν το άλλο και ο κύριος Αντώνης ξέχασε να σταματήσει. Όλη η τάξη ήταν άφωνη. Κόπηκαν τα γέλια και οι ψίθυροι. Όταν κάποια ώρα σταμάτησαν  τα χαστούκια, ο μικρόσωμος Σιέττος ήταν κατακόκκινος από το ξύλο. Λίγο αίμα έτρεξε από την μύτη του.
Το γέλιο όμως γέλιο, κρυφά και φανερά. Όσο  και να τον έδερνε ο κύριος καθηγητής, ο Σιέττος τόσο περισσότερο γέλαγε.
__Κοιτάτε βε παιβιά, εγώ τον δέρνω κι αυτός γελάει. Τον τρώει το αίμα του το παλιοτόμαρο και με πόνεσαν τα χέρια μου.

__Κάθησε ευθυτενής παιβάκι μου, έλεγε στον Μήτσιο τον Μπουσιώτη.  Ήταν ψηλό παιδί, δυνατό σαν βόϊδι, με ένα παλιό σχίσιμο στο δεξιό μάγουλο από κάποιο πέσιμο.Στην τάξη όλο χαχάνιζε προκλητικά, αλλά φοβόταν να τα βάλει μαζί του ο κύριος καθηγητής!
Ένας υπόκωφος θόρυβος ακούγεται μέσα στην τάξη.
Είχαμε πάρει μάθημα από τις μεγαλύτερες τάξεις .
__Για σωπάστε βρε παιδιά, να ιδούμε πιο αλάνι κάνει έτσι.
  Η τάξη είχε χωριστεί σε δυο παρατάξεις. Όλοι είχαμε σταυρώσει τα χέρια μας πάνω στα θρανία.
Όταν ο κος Αντώνης κοίταζε στη δεξιά πτέρυγα, οι μαθητές της αριστεράς έβγαζαν ένα θόρυβο. Έβγαινε ουρανικό μούγκρισμα, χωρίς να κινούνται τα χείλη.
Όταν κοίταγε στην αριστερή πτέρυγα, μούγκριζαν οι της δεξιάς πτέρυγας. Ο θόρυβος γινόταν  γλυκός από την συμμετοχή και των μαθητριών.
Όταν ο κύριος Αντώνης μας έγγραφε στον πίνακα τα ιερογλυφικά του σχήματα, τρίγωνα, τραπέζια, παραλληλόγραμμα, όλη η τάξη μούγκριζε σαν τον Μινώταυρο  της  Κρήτης.
__Βρε παιβιά, αν θα τον πιάσω τον αλήτη που μουγκρίζει, δεν ξέρω κι εγώ τι θα τον κάνω.  Θα τον διώξω από το σχολείο!.
Του χεριού του ήταν ο Σιέττος! Κάθε φορά που η τάξη μούγκριζε.  Σ΄αυτόν ξέσπαγε συχνά  και το πρόσωπό του είχε πάρει κοκκινομέλανο χρώμα.
Στον κατάλογο της βαθμολογίας είχε στους πιο ζωηρούς της τάξης βαθμό στα μαθηματικά  «άσσο έως τέσσερα», χωρίς να αποκλείεται,  από λάθος του,  να έχουν τον ίδιο βαθμό ήσυχοι και καλοί μαθητές.
__Σήκω Παπαθεοδώρου για μάθημα. Μου φαίνεται παρακινείς και τους άλλους να κάνουν αταξίες στην τάξη.
__Με πονάει το κεφάλι μου σήμερα και ζαλίζουμαι, κύριε καθηγητά.
__Βρε παιδάκι μου, δυο χρόνια στην ίδια τάξη δεν έμαθες τίποτε;
__Κύριε καθηγητά, λάθος κάνετε. Δεν είμαι δυο χρόνια στην ίδια τάξη.  Είμαι τρία!
__Τόσο το χειρότερο παλιόπαιδο, διαβολοπαίδι.  Έξω που με κοροϊδεύεις!
__Ήταν άρρωστος, κύριε Καθηγητά, έξω που ήμαστε, έκανε και εμετό, του είπα, για να υποστηρίξω τον πατριώτη μου.
__Έξω και συ παλιοτόμαρο, φώναξε θυμωμένος και κινήθηκε   εναντίον μου με κακές διαθέσεις. Πρόλαβα και βγήκα έξω. Γέλια σκέπασαν την αίθουσα.
Εσύ Σιέττο, γιδοξούρι, δεν έβαλες μυαλό; Ή  θα γίνεις άνθρωπος ή θα σε σκοτώσω, του είπε και όρμησε επάνω του με σκαμπίλια και καρπαζιές. Γλύτωσε κάμποσες, διότι η πόρτα ήταν ανοιχτή από μας που βγήκαμε πρώτοι έξω.
Οι τρείς σμίξαμε στη σκάλα της εισόδου και γελάγαμε. Το γέλιο κόπηκε απότομα  στην θέα του Γυμνασιάρχη. 
__Εσείς δεν πάτε μέσα να ανοίξετε κανένα βιβλίο, να ξεστραβωθείτε και να γίνεται άνθρωποι;
Στο γραφείο του, που πήγε, βρήκε την μαθήτρια Κωνσταντινοπούλου  Γεωργία να κλαίει.
__Τί πάθατε δεσποινίς Κωνσταντινοπούλου; Σφούγγισε τα δάκρυα της  και με παράπονο απάντησε.
__Εγώ δεν έκανα τίποτε, κύριε Γυμνασιάρχα.
__Μα τι έγινε παιδί μου;  Πες μου τέλος πάντων.
__Γέλαγαν στην τάξη και είπα στην συμμαθήτριά μου, τη Σοφία τη Σωτηροπούλου, να σταματήσει το γέλιο, να μην αρχίσω κι εγώ και γελάω και με πονέσει η κοιλιά μου.
Με είδε ο κος Καθηγητής  και  μου είπε: « Εσύ παιδάκι μου, είσαι όμορφη και κάνεις ωραίο γέλιο». Και χωρίς λόγο, κύριε γυμνασιάρχα, μου έδωσε τρία σκαμπίλια και ένα κατακέφαλο και μου είπε να έρθω στο γραφείο σας.
__Μη στενοχωριέσαι παιδί μου, και σταμάτα να κλαίς. Πήγαινε έξω, είναι οι συμμαθητές σου  να κάνεις παρέα και θα τα βρούμε αυτά με τον κύριο Καθηγητή σου.
Στο διάλειμμα στην αίθουσα των καθηγητών ο κύριος Αντώνης ζήτησε την αποβολή της μαθήτριας Κωνσταντινοπούλου.
__Κύριε συνάδελφε, δεν μπορούμε ν’ αποβάλουμε  όλο το γυμνάσιο. Η  τοπική κοινωνία έχει ξεσηκωθεί. Αρκετούς μέχρι τώρα έχουμε αποβάλει.
__Κύριε Γυμνασιάρχα, ν’ αποβάλουμε τουλάχιστον τις δύο ταραξίες  του τελευταίου θρανίου, την Πηγή και την Ανδρομάχη,  που γελάνε συνέχεια και δεν αφήνουν και τα  άλλα παιδιά να παρακολουθήσουν τα μαθήματα.
__Σήμερα ήρθαν δυο ψηλοί μουστακαλήδες , έδειξαν αδερφικό ενδιαφέρον  και είπαν ότι κανένας δεν έχει δικαίωμα να τις κακολογεί  για το μυαλό τους και το μπόι τους! Πρέπει κύριε Χαντζόπουλε, να είμαστε προσεκτικοί. Εδώ έχουμε και τσοπαναραίους που δεν καταλαβαίνουν τα προβλήματά μας και θα μπλέξει το Γυμνάσιο σε περιπέτειες.
__Είχαν το θράσος, κύριε Γυμνασιάρχα, να μας απειλήσουν;
__Ξέρεις τι με ρώτησε ο ένας που μπήκε στο γραφείο; « Είναι σωστό πως θέλει να βρει  γαμπρό στην αδερφή μου ο κυρ Αντώνης ο μαθηματικός; Αν είναι έτσι, πες του να σταματήσει τις ενέργειες  του . Έχει πατέρα και αδερφό να αποφασίσουν για την τύχη της»….         Του εξήγησα τον αγώνα μας και ότι δεν έχουμε τέτοιες προθέσεις.  Βγήκε έξω πήρε και την παρέα του, που παραφύλαγε μην αρπαχτούμε,   και έφυγαν  .  Γι αυτό σου λέγω, κύριε συνάδελφε, θέλουν  προσοχή  οι Στρεζοβινοί, είναι μούτρα σε τέτοια.
__Καλά που τα συζητήσαμε αυτά, κύριε Γυμνασιάρχα, γιατί είχα σκοπό  σήμερα να χειροδικήσω , να ρίξω κανένα σκαμπίλι…..
 
Ο Σιέττος δεν συνέχισε τις σπουδές. Από  δεκεί έφυγε και ακολούθησε το επάγγελμα του τσαγκάρη στην Αθήνα.
Έγινε καλός τεχνίτης στο μαγαζί ενός μπάρμπα του, αδερφού του πατέρα του, και έκανε παπούτσια παραγγελία.

Μοίραζαν βαθμούς οι καθηγητές για το δεύτερο τρίμηνο. Γονείς και κηδεμόνες έπαιρναν τους βαθμούς και ρώταγαν για την πρόοδο των παιδιών  τους.
Τόλμησε ο πατέρας του Δημήτρη του Καραμπούλη να κάνει παράπονα στον κύριο Άντώνη, ότι ο γιός του ξέχασε την προπαίδεια που έμαθε στο δημοτικό. Εξ αιτίας του ο μπακάλης τον ζήμιωσε   ογδόντα πέντε δραχμές  από το γάλα. Η απάντηση του κύριου Αντώνη ήταν κάθετος. «Καλύτερα να μάθει τέχνη, να γίνει βοσκός», του είπε. 
__Κύριε καθηγητά, καλημέρα. Είμαι ο πατέρας του Καραμπούλη του Δημήτρη από το χωριό  Μαμαλούκα. Ήρθα να ρωτήσω για την πρόοδό του και αν είναι καλό παιδί στην τάξη.
__Είναι καλό παιδί και ήσυχ!. Έχετε πουλιά στο χωριό; Γιατί βλέπω ότι ορνιοφέρνει!. Δηλαδή όπως λέμε γαϊδουροφέρνει.
Δεν κατάλαβε καλά ο πατέρας Καραμπούλης  και απάντησε:
__Έχουμε κοτόπουλα κύριε καθηγητά. Αν πρόκειται να προσέξεις το γιό μου, να φέρω δυο κοτόπουλα και πάλε εδώ είμαι.
__Κύριε Καραμπούλη, δεν είπα αυτό. Είπα ότι το παιδί έχει πάρει από όρνιο, κουτοφέρνει, δεν είναι για γράμματα.  Κάθεται και κοιτάει σαν τον μπούφο και δεν βγάζει μιλιά.
__Βλέπετε να πάρει την τάξη κύριε Καθηγητά, με προσπάθεια;
__Το βλέπω, αλλά χρειάζεται δασκάλεμα πολύ.  Καλά, ξυνόγαλο δεν έχεις να δίνεις του παιβιού; Βοηθάει στην αφομοίωση των μαθημάτων.  Χρειάζεται και λίγο ξύλο.
__Το ξύλο παντού καταργήθηκε, κύριε καθηγητά, ακούγεται ότι εσείς ακόμη το χρησιμοποιείτε.
__Άσε με φίλε μου, να κάνω τη δουλειά μου όπως ξέρω. Το Υπουργείο που με διόρισε, γνωρίζει την αξία μου.
__Τήρα μη γνωρίζει το Υπουργείο,  τόλμησε να ψιθυρίσει ο Καραμπούλης.
__Άι στο διάολο φίλε μου, εδώ  που σε γνώρισα, που ήρθες να μου κάνεις μάθημα!

Μπήκε στην αίθουσα σοβαρός, σκυθρωπός, θυμωμένος. Μετά βίας είπε μια καλημέρα. Ήταν η 25η Νοεμβρίου,  η τρίτη ημέρα αφότου είχε βάλει πρόχειρο διαγώνισμα στο μάθημα της Φυσικής Ιστορίας.
Κάθισε στην έδρα και έβγαλε τον κατάλογο βαθμολογίας, ένα μικρό δερμάτινο δεφτεράκι, που κουβάλαγε πάντα μαζί του.
Το είχαμε δει πολλές φορές γιατί το έβγαζε και  στο δρόμο. Ρώταγε και έπαιρνε από παντού πληροφορίες για τους μαθητές! Ύστερα, ανάλογα με τα στοιχέια που συγκέντωνε, άνοιγε τον κατάλογο και βαθμολογούσε! Στους μαθητές  που δεν τον χαιρετούσαν: « Σου βάζω δύο για απρεπή συμπεριφορά στον καθηγητή σου», έλεγε.
Είχα βρεθεί κι εγώ με ένα διπλό στο βαθμολόγιό του και ας μη με είχε παρατηρήσει ποτέ. Ποιος ξέρει ποιος άλλος μαθητής έδωσε τα στοιχεία μου, που ταξίδευε το μυαλό του  , τι λάθος είχε κάνει.
__Παιβιά, σήμερα θα εξετάσω τρείς μαθητές, από έναν που εξέταζα μέχρι τώρα. Για καθίστε στη θέση σας και ησυχάστε.
Φώναξε τα τρία ονόματα:  Κουτσιουρής Ιωάννης, είναι εδώ; Ζίγκιρης Δημήτριος  και Τράγκας Γεώργιος. Είστε και οι τρείς εδώ από ότι βλέπω. Σηκωθείτε επάνω στον πίνακα για μάθημα.
Ποιος ξέρει να μας ειπεί, τι μάθημα έχουμε σήμερα;
__Μείναμε στον αραβόσιτο που γράψαμε διαγώνισμα, κύριε Καθηγητά. Δεν παραδώσατε άλλο μάθημα πιο κάτω, είπαν και συμφώνησαν και οι τρείς μαζί.
Κράταγε το βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας μπροστά του ανοιχτό.
__Θα σας εξετάσω, τους είπε, στο μάθημα που γράψαμε διαγώνισμα, για τον αραβόσιτο, και κάλεσε τον πρώτον κατά σειρά μαθητή, τον Κουτσιουρή,  να ειπεί  μάθημα για το καλαμπόκι.
__Για πέσε παιβάκι μου, για τον αραβόσιτο. Είδα ότι έγραψες άριστα, όπως το είχε το βιβλίο το θέμα! Για ξεκίνα να ειπείς όπως το έγραψες στο διαγώνισμα.
Ο Κουτσιουρής δεν έβγαλε φωνή.
__ Να διαβάσω  για να θυμηθείς πώς ξεκινάει, παιβί μου, το μάθημα στο βιβλίο, και διαβάζει:
«Ο αραβόσιτος είναι υδρόφιλο φυτό…..»  Ξεκίνα παιβί μου.
  Εκείνος τίποτε δεν είπε, ούτε κάν αντέδρασε.
__Για πέσε εσύ παιβί μου, Τράγκα, που έγγραψες και συ όπως το έχει το βιβλίο.
 Και ο Τράγκας δεν μπόρεσε να συνεχίσει πιο κάτω από αυτά που διάβασε ο κύριος καθηγητής.
__Πρέπει να τα ειπείς όπως γράφει εδώ το βιβλίο και όπως τα έγραψες στο διαγώνισμα,  είπε και στον τρίτο. Όταν και ο τελευταίος, ο Ζίγκιρης, δεν μπόρεσε  κι εκείνος να συνεχίσει την αποστήθιση του μαθήματος για τον αραβόσιτο, ο κύριος Καθηγητής ξέσπασε.
__Ώστε κοροϊδέψατε τον καθηγητή σας, αντιγράψατε  από το βιβλίο , παλιοτόμαρα. Σας βάζω μονάδα και πολύ σας πάει για να μάθετε!  Μονάδα σας βάζω και στην κόλα του διαγωνίσματος .
Πάρτε τα βιβλία σας και να ρθείτε με τους κηδεμόνες σας, αλήτες, άθλιοι, παλιοτόμαρα!...
Έκανα καλά κοβίτσι μου, που τους έδιωξα;  Μίλα και συ παιβάκι μου, είμαι δίκαιος;
__Είστε κύριε καθηγητά. Τους άξιζε. Απάντησε η Μαμάκου.

Ο συμμαθητής μας  Γιάννης ο Ζαφειρόπουλος, δευτεροετής στην τάξη, καθόταν σαν εξόριστος στην αριστερή πτέρυγα, στο προτελευταίο θρανίο με δυο άλλα.. καλόπαιδα.
Εκεί ο κύριος καθηγητής σχεδόν δεν έφθανε ποτέ και οι νεαροί μαθητές δεν ενοχλούνταν  και όσα μάθαιναν τα φόρτωναν στον κόκορα.
Τα μάτια του Γιάννη, πού και πού, έκλειναν και έπαιρνε κανέναν υπνάκο. Του έγινε συνήθεια, είχε μελετήσει καλά το πρόγραμμα  με τις ώρες διδασκαλίας του κου Άντώνη και λαγοκοιμότανε.  Κουρασμένος και κακονυχτισμένος το προηγούμενο βράδυ, καθώς έλεγε,  υπολόγιζε 11-12 στο μάθημα του κύριου Αντώνη να ξεκουραστεί. Είχε ανάγκη ξεκούρασης και από την ανιαρή  διδασκαλία των μαθημάτων των άλλων καθηγητών.
__Α! τώρα θα κοιμηθώ. Δεν έχει! Το πήρε απόφαση. Έβαλε το κεφάλι του στο θρανίο και σε  ένα τεταρτάκι  έκλεισαν τα ματοτσίνορά του και έβλεπε όνειρα.
Σε λίγο άρχισε να ρωχαλίζει σε έντονους ρυθμούς !
__Βρε παιβιά, κάτι γίνεται και δεν μπορώ να καταλάβω, από πού έρχεται ο θόρυβος. Όλοι είχαμε πάρει είδηση και χασκογελάγαμε, ενώ η ανησυχία του κύριου καθηγητού μας  μεγάλωνε.
Εσύ παιβάκι μου, ακούς τίποτα;  λέει στην Αλεξάντρα την Ασημακοπούλου. Εσύ δεσποινίς Βεσινιώτη;
__Σαν κάτι ν’ ακούγεται, κύριε καθηγητά.
__Τί μπορεί να είναι παιβάκι μου;  την ρωτάει.
__Μου θυμίζει βράσιμο κατσαρόλας.
__Για σωπάστε παιβιά, για σωπάστε ν’ ακούσουμε…. Σαν τραίνο κάνει που έρχεται σε σταθμό. Κάπως έτσι  ακούγεται. Κάποιος έχει παιγνίδι και παίζει για να θυμώσει τον καθηγητή του. Αν τον πιάσω  τον άθλιο, δεν ξέρω και  γω τι θα του κάνω!.  Πλησίασε στο θρανίο που ακουγότανε ο θόρυβος. Κάθισε για λίγο αμίλητος  και τι να ιδεί!
__Τι κάνεις παιβάκι μου, εφτού;   Σάμπως είναι καλά εδώ και το ρίξατε στον ύπνο!
 Τον σκουντάει με δύναμη και περιμένει αμήχανα. Ο Γιάννης ξυπνάει αναστατωμένος.
Κοιμάσαι χωρίς προσκέφαλο παιβί μου, και είναι ανθυγιεινό.  του λέγει.
__Συγνώμη κύριε Καθηγητά. Εδωπά γλάρωσα χωρίς να το καταλάβω.
__Να παραγγείλω καφεδάκι να ξυπνήσεις παιβί μου ;  Τι λες;
__Δεν θα ξαναγίνει, κύριε καθηγητά.
__Για να ιδώ το τετράδιό σου, έχεις λύσει τις ασκήσεις που σας έβαλα;
__Πέντε φορές προσπάθησα  χθες το βράδυ να τις λύσω και τις πέντε φορές  έβγαινε  διαφορετικό αποτέλεσμα, κύριε καθηγητά.
__  Είσαι κακονυχτισμένος, το ξέρω. Προσπάθησε να μην επαναληφθεί  και να λύσεις τις ασκήσεις.
 Δίπλα του ό Κώστας ο Κυριακόπουλος, φίλος του, ενημερώθηκε:
__Ρέ!  αν έλθει προς τα δω πάλι, σκούντα με να ξυπνήσω.
 Έφυγε ο κύριος καθηγητής  και πάλε ο Γιάννης, ακούμπησε το κεφάλι του στο θρανίο και πάλε κοιμήθηκε.  Ο κύριος Καθηγητής, συνεπής στην δουλειά του, σκέφθηκε:  Αυτό το παιδί, αν έχει δυσκολία θα χρειάζεται την βοήθειά του. Πλησίασε στο θρανίο και ξανά σκούντηξε με δύναμη τον Ζαφειρόπουλο.
__Παιβάκι μου, πάλε κοιμάσαι;
__Όχι, κύριε καθηγητά.
__Πώς όχι!  ψέματα λέει ο καθηγητής σου;  Κοιμόσουνα και χάλαγες τον κόσμο.
__Απλά είχα σκυμμένο το κεφάλι και σκεπτόμουνα τις ασκήσεις με κλειστά τα μάτια.
__Μου φαίνεται ότι με κοροϊδεύεις, παλιοτόμαρο. Εδώ μέσα είναι σχολείο δεν είναι ξενοδοχείο ύπνου, κατάλαβες;
__Τι να σας ειπώ, κύριε καθηγητά. Πρώτη φορά με έπιασε τέτοια κρίση  υπνηλίας!
 Μετακίνησε  με προσοχή το δεξιό χέρι του, που ήταν φασκιωμένο και δεμένο με μια γάζα , βοηθούμενο με το αριστερό , στην κόχη του θρανίου για να τον ιδεί ο κύριος καθηγητής και να τον συμπονέσει.
__Για σήκω παιβάκι μου, επάνω στον πίνακα να ειπείς μάθημα. Ο πατέρας σου γι αυτό σε στέλνει σχολείο.
__Κύριε καθηγητά, έχω χτυπήσει το χέρι μου και δεν μπορώ. Είναι πρησμένο και με πονάει.
__Θα ‘χεις πολύ πόνο, του είπε και άπλωσε το χέρι του στο φασκιωμένο χέρι του Ζαφειρόπουλου .
__Ναι, πονάω πολύ.
 Πριν προλάβει να αντιδράσει ο Ζαφειρόπουλος,  ο κύριος καθηγητής  τράβηξε ελαφρά το  φάσκιωμα  και έμεινε  στο χέρι του  ένα διπλό μανίκι το ένα μέσα στο άλλο με τις γάζες!  Το χέρι του Ζαφειρόπουλου κινήθηκε  γρήγορα  στο πρόσωπό του, φοβούμενος σφαλιάρες του κύριου καθηγητού και έμεινε εκεί για αρκετή ώρα !..
__  Βρε το παλιοτόμαρο! Αντί να ειπεί ευχαριστώ στον καθηγητή του που ενδιαφέρεται για την προκοπή του, τον κοροϊδεύει.  Σήκω παιβάκι μου, πάρε τα βιβλία σου και πήγαινε στο διάβολο από δω μέσα και να έρθεις με τον κηδεμόνα σου !  Άμα φύγεις από δω φάσκιωσε και τα πόδια σου και δέσε και την κοιλιά σου.
Ησυχάσαμε δεσποινίς και μ’ αυτόν τον αλήτη.  Έτσι δεν είναι;
__Μάλιστα, είπε και χαμογέλασε η Κωνσταντινοπούλου.

__Παιβιά, κοντεύει ο χρόνος  να τελειώσει . Σ’ αυτές τις δέκα  ημέρες που μένουν θα εξετάσω τους αδύνατους και αυτούς που έχουν διπλό στην βαθμολογία.
Εχθές, Τρίτη με σήκωσε για μάθημα. Σήμερα υπολόγισα ότι δεν θα με ξανασηκώσει, παρ’ όλο ότι σχολίασε  την επίδοσή μου: «Είπες μάθημα και το ‘κανες καμπαναριό».
Φαίνεται όμως πως με’ βαλε  στο μάτι, να ιδεί αν διαβάζω. Είναι έξυπνος βλέπεις . Ξέρει ποιος διαβάζε.  Αυτό το λένε όλα τα παιδιά.
Δυο φορές στην τάξη  μού είπε: « παιβάκι μου αντί για ένα σου έβαλα δύο». Χθες που με σήκωσε ανέβασε την βαθμολογία για το ένα διπλό! Σήμερα, αν κάτι του έλεγα, θα διόρθωνε και το δεύτερο διπλό.
__Για σήκω παιβάκι μου, για μάθημα. Δεν τη γλύτωσα τελικά. Θα λύσουμε το ένα από τα δυο προβλήματα, μου είπε. Άκου με προσοχή το πρόβλημα.
«Δυο γαϊδούρια ξεκίνησαν την ίδια ώρα. Το ένα από την Δάφνη και το άλλο από το χωριό σου την Μυγδαλιά, που είναι μακριά, σύμφωνα με την  Υπηρεσία Στρατού (18) δέκα οκτώ χιλιόμετρα.
Να θυμάσαι, το ένα γαϊδούρι πήγαινε με έξι χιλιόμετρα την ώρα  και το άλλο ερχόταν με 4 τέσσερα χιλιόμετρα την ώρα.
Να  βρεις μετά από πόση ώρα θα συναντηθούν  και πού»;
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την εκφώνηση του θέματος και απάντησα.
__Στην Πάτρα σε έξι ώρες θα συναντηθούν, μιας και δεν ήξερα να λύσω το πρόβλημα.  Όλα τα παιδιά γέλασαν με την λύση.
__Για κάτσε, παιβάκι μου. Από την αρχή είπαμε ότι δεν πήγαιναν προς την Πάτρα.  Και έξι ώρες, που βρήκες  ότι θα συναντηθούν,  είναι πολλές.
__ Εγώ εδώ το έλυσα και βρήκα ότι  θα συναντηθούν  σε δυο ώρες.
__Το έλυσες και το ‘κανες κούτσουρο. Τι βαθμό να σου βάλω τώρα,  μπορείς να μου ειπείς;
Θα σου δώσω ακόμη μια ευκαιρία για να μπορέσεις να πιάσεις τη βάση. Να λύσεις το δεύτερο πρόβλημα με τις βρύσες που παραβγαίνανε ποια να γεμίσει πρώτη το βαρέλι.
Εγώ περίμενα να σηκώσει στο μάθημα την Ζειρογιάννη, τη συμμαθήτριά μου ή τον Κούνα τον Αντώνη ,να γελάσω κι εγώ. Έτσι γινότανε: όποιος σηκωνόταν επάνω, γέλαγαν οι υπόλοιποι.
Τελικά άκουσα το πρόβλημα με τις βρύσες.  Η μία έβγαζε το διπλάσιο νερό από την άλλη. Σε πόσες ώρες θα γέμιζε το βαρέλι η μία, και σε πόσες ώρες η άλλη.
Αποτέλεσμα ήταν ότι, όσο και αν προσπάθησα να βρω τη σωστή λύση στον πίνακα, με τις πράξεις που έκανα,  βρήκα:  η μία γέμισε το βαρέλι σε δύο ημέρες, και η άλλη, που είχε διπλάσιο νερό, γέμισε το βαρέλι σε τρείς ημέρες και κάτι ώρες!..
Και τότε μου είπε.
__ Τα έκανες θάλασσα, κύριε Χριστόπουλε.

Τελείωσε η χρονιά! Έγιναν εξετάσεις και….. όποιον δεν  τον πήρε η μπόρα, πέρασε την τάξη. Ο κυρ Αντώνης ποτέ δεν φοβήθηκε απειλές για την κακή βαθμολογία που έβαζε και από κανέναν δεν αισθανόταν υποχρέωση.
Στην τελευταία συγκέντρωση του σχολείου, θα μας μιλάγανε οι καθηγητές μας. Έτσι ακούστηκε και έτσι έγινε.
Πήρε τον λόγο και ο καθηγητής μας κύριος Αντώνης.
__Κύριε Γυμνασιάρχα, ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία, να απευθύνω δύο λόγια στους μαθητές μας, με το πέρας της σχολικής χρονιάς.
Αγαπητοί μαθητές, θέλω να σας ειπώ ότι ως καθηγητής μέσης εκπαιδεύσεως, υπήρξα πάντοτε είς τας επάλξεις του καθήκοντος. Αφοσιωμένος στη μόρφωσή και την προκοπή σας για όσους είχατε το κουράγιο να με παρακολουθήσετε.
Είμαι περήφανος που τόσες εκατοντάδες Ελληνόπουλα βγήκαν από τα χέρια μου και κατέλαβαν, άλλος δημόσια θέση, άλλος χωροφύλακας, άλλος στρατιωτικός, άλλος τσαγκάρης , άγρότης, τσοπάνης κλπ.
Απευθύνομαι ιδιαίτερα στους μαθητές της τελευταίας τάξεως και τους λέγω, καλή προκοπή και πρόοδο για την ζωή τους. Στην κοινωνία να φέρονται με ευγένεια, ήθος και σεβασμό όπως σας διδάξαμε στο γυμνάσιο.
Να θυμάστε οι τρείς μαθητές μπορούν να κάνουν ένα τρίγωνο, οι τέσσερες τετράγωνο.
Τα σχήματα αυτά είναι των μαθηματικών. Έτσι σας έφερα παραστατικά σχέδια στο μυαλό σας, να θυμάστε καμιά φορά και τον μαθηματικό σας, τον κύριο Αντώνη.
Οι φωνές τα ποδοπατήματα και τα χειροκροτήματα δεν είχαν τέλος.
__Μην βροντάτε  βε Παιβιά. Μην φωνασκείτε παρακαλώ.  Πέσε και συ κύριε γυμνασιάρχα τίποτε να σταματήσουν………….

 Ο κύριος καθηγητής μετετέθη από το γυμνάσιο και τον επόμενο χρόνο μας έλλειπε. Έλλειπε από όλο το γυμνάσιο!...
Έπρεπε να περάσουν  χρόνια για να μάθουμε νέα του.

Ο φίλος μας ο Σιέττος,  μετά από πέντε  χρόνια, επισκέφθηκε το γυμνάσιο, γιατί είχε ξαδέρφια μαθητές και εμάς μας θεωρούσε φίλους και δεν μας είχε ξεχάσει.
Θυμηθήκαμε πρώτα απ όλα τον καθηγητή μας  κ Αντώνη Χατζόπουλο και μάλλον ήμαστε λίγο στενοχωρημένοι, για όποια προβλήματα του δημιουργήσαμε τότε.
Μας πληροφόρησε ότι όλως τυχαίως, πέρασε από το μαγαζί του θείου του που ήταν ο διάδοχος στην επιχείρηση.
Προτού   μπει στο μαγαζί λογομαχούσε με  δυο κύριους που ακολουθούσαν  πίσω του. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι έλεγαν, ύστερα άκουσα για Αστυνομίες, μηνύσεις και τέτοια. Συνηθισμένα φαινόμενα στην Αθήνα. Όταν κατάλαβα περί ποίου επρόκειτο, είχε ήδη μπει μέσα.
Δοκίμασε ένα ζευγάρι παπούτσια και ευχαριστήθηκε για την εφαρμογή στα πόδια του και για το σχέδιο τους.
__Μπράβο παιδί μου, πολύ καλή δουλειά κάνεις!   Μου είπε.
__Κι εσύ Γιώργο, τι του απάντησες; Τον ρωτήσαμε. Είμαστε πολύ περίεργοι να μάθουμε.
__Εγώ  ήμουν  κοντά στην πόρτα, αν αγρίευε  θα έφευγα έξω.
Του απάντησα ότι είχα μάθει καλή Γεωμετρία, σε κάποιο γυμνάσιο της επαρχίας Καλαβρύτων .  Αυτό ήταν η αιτία να κόβω τα δέρματα στο χιλιοστό και να γίνονται τα παπούτσια εφαρμοστά.
Εμείς δεν τον διακόψαμε με ερωτήσεις, περιμέναμε να μας ειπεί μόνος του τ’ αποτελέσματα με την συνάντησή τους στο μαγαζί.
__Παιδάκι μου, θα είχες καλό καθηγητή. Μου είπε.
__Τότε ήταν που φούντωσα, δάγκωσα την γλώσσα  και δεν μπόρεσα να κρατηθώ.  Ξέσπασα σε παρατεταμένα γέλια. Κράταγα την κοιλιά μου, μου ‘ρχότανε  τρέλα. 
__Εσύ δεν είσαι ο Σιέττος;   Με ρώτησε.
__Εγώ το έβαλα στα πόδια και με το ζόρι μπόρεσα να ενημερώσω τον μπάρμπα μου.
Τα παπούτσια τα πήρε και μου άφησε  εκατό   100 δραχμές  «πούρ μπουάρ»  για να παίρνω και να πίνω γάλα να ψηλώσω. Αυτό είπε στον μπάρμπα μου. Από τότε δεν τον είδα.
Ούτε και μείς τον είδαμε και ποτέ δεν μάθαμε……….
Έλεγαν, στρατιώτης το 1940 κακοπέρασε, φυλακίστηκε, κακοποιήθηκε, βασανίστηκε….
Ποιος ξέρει!.
 Πάντως ακόμη τον συμπονώ, θα ήθελα έστω για λίγο να είμαι κοντά του,  αν υπάρχει , να του σφίξω  θερμά πολλές φορές το χέρι.
B GIRAKAS  12-5-2012


2 σχόλια:


  1. Το κείμενο του Βαγγέλη, διαβάζοντάς το, μου δημιούργησε πολλά και έντονα συναισθήματα.
    Μου θύμισε προσωπικά ανάλογα βιώματα σε δύσκολες εποχές που όμως η παιδική ανεπιγνωσία και αθωότητα τα εκλαμβάνει ως χιούμορ,παληκαριά και εφηβική προβολή. Μ ε τον ωραίο τροπο που ξετυλίγει τις διάφορες παραγυμνασιακές σκηνές με τον Κυρ Αντώνη ,γέλασα πολύ, καθώς μου θυμίζουν ανάλογες σκηνές από τη γυμνασιακή μου ζωή, που ο καθένας μας, πιστεύω, κρατάει στη μνήμη του.
    Πιο πολύ όμως ένιωσα λύπη και οίκτο που σε πολλές μεριές το "χιουμοριστικό" κείμενο με έναν επιδέξιο υποφώσκοντα τρόπο αφήνει να εννοηθούν τα συναισθήματα αυτά.
    Όχι μόνο προς τον συμπαθή καθηγητή αλλά προς μια εποχή που πέραν από το νεανικό σφρίγος, όλα τα άλλα ήσαν αρνητικά για σπουδές και προκοπή.
    Στο τέλος ο συγγραφέας φαίνεται πως νιώθει και ο ίδιος κάτι ανάλογο. Ένα ακόμη αξιοπρόσεχτο κείμενο του Βαγγέλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΑΡΗΣ ΤΣΙΡΙΜΟΠΑΝΟΥ15 Ιουνίου 2013 στις 2:02 π.μ.

    ΒΑΓΓΕΛΗ ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΧΟΛΙΑΖΕΙΣ ΕΓΩ ΠΟΥ ΗΜΟΥΝΑ ΣΤΗ ΣΤΡΕΖΟΒΑ ΔΕΝ ΤΟΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΣΑΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΘΥΜΑΜΑΙ ΗΤΑΝ Η ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΒΛΑΓΓΟΠΟΥΛΟΥ ΤΗΝ ΕΛΕΓΑΝ? ΕΚΤΟΣ ΑΝ ΜΑΣ ΠΗΡΑΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΛΙΓΑ!!!!!!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή